Μικρά Διηγήματα:

ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΟ - ΔΙΗΓΗΜΑ

Το διήγημα "Είναι άδικο" βραβεύτηκε στον 6ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ.

* Το αρματαγωγό "Λέσβος" μετέφερε τους στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. από την Κύπρο στην Ελλάδα στις 19 Ιουλίου 1974, παραμονή της τραγικής μέρας που έγινε στην Κύπρο η τουρκική εισβολή.

Καθώς το αρματαγωγό "Λέσβος"* σχίζει τα νερά και απομακρύνεται από την Κύπρο οι στρατιώτες νιώθουν ένα ξαλάφρωμα ανακατεμένο με πίκρα... Μια πίκρα ανεξήγητη... Φεύγουν επιτέλους! Γυρίζουν στην πατρίδα, στους δικούς τους. Εγκαταλείπουν αυτό το όμορφο νησί, όπου έζησαν έναν ολόκληρο χρόνο. Πόσες αναμνήσεις κουβαλούν μαζί τους! Αναμνήσεις όμορφες που ίσως να τους συντροφεύουν σ' όλη τη μετέπειτα ζωή τους. Φεύγουν. Αφήνουν "την γλυκείαν χώραν Κύπρον". Μα πώς την αφήνουν; Καταματωμένη, ραγισμένη από τον εμφύλιο σπαραγμό...


19 του Ιούλη 1974. Τούτη η καλοκαιριάτικη νύχτα δεν είναι σαν τις άλλες. Ο Βασίλης δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ανεβαίνει στο κατάστρωμα. Κοιτάζει τον ουρανό με τ' αστέρια που λαμπυρίζουν και σκέφτεται πως σίγουρα κάτι κακό προμηνύει τούτη η απόλυτη ησυχία της νύχτας. 'Ολα είναι μπερδεμένα μέσα στο μυαλό του. Του 'ρχονται στη σκέψη σκηνές από το τρομερό πραξικόπημα.


- Αδερφός να σκοτώνει αδερφό…


- Τι μουρμουρίζεις μόνος μες στη νύχτα;


Είναι ο φίλος του ο Θανάσης. Απορροφημένος στις σκέψεις του δεν άκουσε τα βήματά του.

- Δεν έχεις ούτε συ ύπνο;

- 'Οχι. Είναι τόσα πολλά μες στο μυαλό μου.

- Ξέχασέ τα, φίλε. Σκέψου τη μάνα σου που σε περιμένει...

- Ναι, αυτό είναι το μόνο ευχάριστο...

- Λίγο το 'χεις να γυρίζουμε πίσω στην πατρίδα; Ποιος ξέρει τι θα γίνει στην Κύπρο; Ψιθυρίζεται πως η Τουρκία θα κάνει εισβολή. Ευτυχώς που φεύγουμε.

- Ναι, ευτυχώς που φεύγουμε... Ξέρεις, Βασίλη, είναι και κάτι άλλο που με λυπεί... 'Ενα χρόνο συνηθίσαμε ο ένας τον άλλο. 'Ημασταν συνέχεια μαζί. Τώρα θα χωρίσουμε, θα τραβήξει ο καθένας το δρόμο του.

- 'Ετσι είναι η ζωή, Θανάση, τι να γίνει;

Ο Βασίλης ήταν βουνίσιος. Καταγόταν από τ’ Άγραφα. Ήθελε πάντα να φαίνεται σκληρός. Κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει τα σκούρα μαύρα μάτια του. 'Ολοι τον ζήλευαν που η φύση είχε σταθεί γενναιόδωρη απέναντί του, προικίζοντας τον μ' ένα ψηλό και γεροδεμένο σώμα. Πίσω όμως απ' το σκληρό, το τραχύ στήθος κρυβόταν μια ευαίσθητη καρδιά. Ο Θανάσης ήταν νησιώτης από τη Λέσβο. Είχε κι αυτός γεροδεμένο κορμί, λίγο πιο κοντός απ' το Βασίλη, όμως τα χαρακτηριστικά του ήταν πιο όμορφα. Τα καστανά σγουρά μαλλιά του, η τέλεια μύτη του και το καλοφτιαγμένο στόμα τον έκαναν να μοιάζει με αρχαίο θεό!

Κοιτάζει λυπημένος το φίλο του και τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου του συσπώνται.

- Αφήνω πίσω την αγαπημένη μου. Θα ξαναγυρίσω όμως, Βασίλη... Θα ξαναγυρίσω και θα την παντρευτώ. Της το υποσχέθηκα... Πρέπει όμως πρώτα να μιλήσω στη μάνα...

Την αγαπούσε πολύ την Αννούλα ο Θανάσης. Ήταν ένα σπάνιο κορίτσι. Η γλυκιά Κυπριοπούλα ομόρφυνε τη μονότονη ζωή του στο στρατόπεδο. Κι εκείνα τ’ ατέλειωτα βράδια της σκοπιάς πώς μίκρυναν ξαφνικά! Πώς γλύκαναν οι ώρες καθώς έσμιγαν με το χαμόγελό της και γέμιζαν και πλημμύριζαν με την αγάπη της. Και σαν ήρθε η ώρα να χωρίσουν χάθηκε το χαμόγελο, σφίχτηκε η καρδιά.

Όταν ο Θανάσης της έδωσε το φιλί του αποχαιρετισμού της ψιθύρισε στ’ αυτί: «Θα επιστρέψω σύντομα στην Κύπρο». Κι εκείνη με βουρκωμένα μάτια ψέλλισε: «Θα σε περιμένω».

Οι δυο φίλοι κάθονται πλάι πλάι στο κατάστρωμα. Κοιτάζουν για πολλή ώρα τη θάλασσα χωρίς να μιλούν. Ξαφνικά ο Θανάσης σπάζει τη σιωπή.

- Θυμάσαι, Βασίλη, πριν ένα χρόνο ακριβώς ερχόμασταν με το ίδιο καράβι στην Κύπρο. 'Ηταν τότε που πρωτογνωριστήκαμε...

Ο άλλος γυρίζει και τον κοιτάζει ξαφνιασμένος. Ακριβώς το ίδιο σκεφτόταν κι αυτός. Μήπως διάβασε τη σκέψη του; Ναι, ήταν πριν ένα χρόνο που το αρματαγωγό "Λέσβος" μετέφερε τους 450 στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. στην Κύπρο. Θα αντικαθιστούσαν τους άλλους που έφευγαν.



* * *

Ο Βασίλης τότε καθόταν μόνος στο κατάστρωμα του καραβιού, όταν είδε ένα στρατιώτη να τον πλησιάζει δειλά.

- Λέγομαι Αθανάσιος Κωνσταντέλης και είμαι από το Πλωμάρι της Λέσβου. Ξέρετε... εγώ δεν είμαι μορφωμένος σαν κι εσάς. Δεν τα πήγαινα και πολύ καλά με τα γράμματα. Με χίλια βάσανα έβγαλα το γυμνάσιο και αυτό για το χατίρι της μάνας μου... Ξαφνικά σταμάτησε. Η σιωπή του άλλου τον έκανε να καταλάβει πως είχε πάρει φόρα κι έλεγε ανοησίες.

- Και πού το ξέρεις ότι εγώ είμαι μορφωμένος; Ο τόνος της φωνής του ήταν φιλικός και ο στρατιώτης ξεθάρρεψε και κάθισε δίπλα του.

- 'Ολοι οι στρατιώτες το λένε πως μπορεί να μη μιλάτε πολύ, αλλά ξέρετε πολλά πράγματα... Είστε φιλόλογος, δεν είναι;

Αντί για απάντηση του έστειλε ένα πλατύ χαμόγελο καλώντας τον βουβά να συνεχίσει.

- Λοιπόν, θέλω να σας παρακαλέσω να μου μιλήσετε γι' αυτό το όμορφο νησί, την Κύπρο. Δεν ξέρω πολλά πράγματα...

Ο Βασίλης χαμογέλασε. Να, λοιπόν, που μόλις βρήκε τον πρώτο του μαθητή!
- Θα σου μιλήσω υπό έναν όρο: να κόψεις τον πληθυντικό.

Οι δυο στρατιώτες έγιναν αχώριστοι. Αγάπησε ο ένας τον άλλο και μοιράστηκαν μαζί όλες τις χαρές και τις λύπες της στρατιωτικής τους θητείας στην Κύπρο. Ο Θανάσης μάλιστα ανακάλυψε πως έμοιαζε πολύ με το δικό του νησί, τη Λέσβο. 'Εγραφε στη μάνα του:



"Μάνα, θα σου φανεί περίεργο, αλλά δεν ένιωσα ξένος εδώ."

Την αγαπούσε πολύ τη μάνα του ο Θανάσης καθώς ήταν μοναχογιός και χωρίς πατέρα. 'Όμως δεν το 'δειχνε, δεν ήθελε να ξέρουν πόσο πολύ του έλειπε... Όταν διάβαζε τις επιστολές της έκλαιγε κρυφά.

Λίγους μήνες αργότερα μια γλυκιά Κυπριοπούλα του 'κλεψε την καρδιά και ο Θανάσης δεν έκλαιγε πια, όταν διάβαζε τα γράμματα της μάνας του, που έρχονταν απανωτά.

Καθώς οι μέρες περνούσαν τα δυο παλικάρια δένονταν όλο και πιο πολύ. Ο Θανάσης πίστευε πως είχε γίνει σοφός με όλ' αυτά που έμαθε απ' το Βασίλη. Ο Βασίλης πάλι έβρισκε όλο και πιο ενδιαφέρουσα την παρέα του φτωχού χωριατόπουλου από το Πλωμάρι της Λέσβου με την αγνή ψυχή και τη λεβέντικη καρδιά.

Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Και να τώρα που βρίσκονται στο ίδιο καράβι για την επιστροφή..

- Ξημερώνει... Πού ακριβώς βρισκόμαστε;

- Πρέπει να βρισκόμαστε στ' ανοικτά της Λεμεσού.

- Πόσο έχω νοσταλγήσει την πατρίδα μου...

Ξαφνικά την ησυχία της αυγής διακόπτει εκκωφαντικός θόρυβος.

- Αεροπλάνα; Οι δυο φίλοι δεν προλαβαίνουν να σηκωθούν.

"Τουρκική εισβολή στην Κύπρο..."

Το νέο πέφτει βαρύ πάνω στο καράβι. Πλανιέται παντού, στις καμπίνες, στο κατάστρωμα και ύστερα απλώνεται στη θάλασσα και το παίρνουν τα κύματα και το κάνουν τραγούδι, μοιρολόι.

"Τουρκική εισβολή στην Κύπρο... Τουρκική εισβολή στην Κύπρο..."

- Τι καθόμαστε, μωρέ; Πίσω στην Κύπρο!

- Πίσω στην Κύπρο! ακούγεται μια άλλη φωνή παραπέρα. Και πιο πέρα μια άλλη... Και οι φωνές πληθαίνουν ολοένα και γίνονται όλες μαζί μια δυνατή κραυγή που σχίζει τον αέρα:

"Πίσω στ' αδέρφια μας... Πίσω στην Κύπρο...".

Και ξαφνικά την ίδια στιγμή ακούγεται η φωνή του κυβερνήτη:

«Κατόπιν εντολής που έχει δοθεί εξ Αθηνών το σκάφος θα προσεγγίσει εις Πάφον, δια να αποβιβασθούμε. Τώρα η άμυνα της Κύπρου μας έχει μεγάλην ανάγκην».

Μετά από μερικές ώρες τα 450 παλικάρια βρίσκονται στα λεωφορεία και κατευθύνονται προς τη Λευκωσία. Αλλά τι είναι τούτος ο ενθουσιασμός και η χαρά; Τι είναι τούτη η δύναμη που θεριεύει και γίνεται τραγούδι;

«Της δόξας λάμπει γαλανό το φως της χώρας…»

Οι Τούρκοι βομβαρδίζουν ανελέητα. Ο ουρανός της Κύπρου γεμίζει με αλεξιπτωτιστές. Ο πόλεμος προβλέπεται άγριος και σκληρός.

«Της πατρίδος παιδιά τιμημένα…»

Απ' όπου περνούν τα λεωφορεία ο κόσμος τρέχει να δει... Και οι φοβισμένες καρδιές αναθαρρεύουν και τα χέρια σηκώνονται ψηλά για να χαιρετίσουν τα γενναία παλικάρια. Και το τραγούδι σμίγει με τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα...

«Με τη νίκη! ... Με τη νίκη! ...»

Απ' όπου περνούν τα λεωφορεία ο κόσμος τρέχει να δει... Και οι φοβισμένες καρδιές αναθαρρεύουν και τα χέρια σηκώνονται ψηλά για να χαιρετίσουν τα γενναία παλικάρια. Και το τραγούδι σμίγει με τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα...

'Ολο το βράδυ πορεύονται με κάθε προφύλαξη μέσα στο δάσος του Τροόδους και φτάνουν το πρωί της Κυριακής 21ης Ιουλίου στη δυτική πλευρά του αεροδρομίου Λευκωσίας, όπου ενώνονται με τους άλλους στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ.

Το ραδιόφωνο ανακοινώνει στο υπ' αριθμόν 17 έκτακτον πολεμικόν ανακοινωθέν:
«Αι ημέτεραι δυνάμεις αντιμετωπίζουν σθεναρώς την από αέρος επίθεσιν...»

Οι στρατιώτες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. κατευθύνονται προς την περιοχή του τουρκικού χωριού Κιόνελι, όπου είναι συγκεντρωμένες οι τουρκικές δυνάμεις. Καμιά βλάστηση δεν υπάρχει για να προφυλάξει τα παλικάρια που δέχονται τον καταιγισμό των εχθρικών βλημάτων. Μέσα σε μια κόλαση πυρών κάνουν επίθεση κατά του ισχυρού τουρκικού χωριού. 'Υστερα από τις δυο προηγούμενες επιθέσεις οι Τούρκοι έχουν τώρα ενισχυθεί με νέες δυνάμεις αλεξιπτωτιστών και έχουν οχυρωθεί καλύτερα.


Τα παλικάρια δεν πτοούνται. Συνεχίζουν να μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις. Κάποια στιγμή, μέσα στης μάχης τη φωτιά, ο Βασίλης βλέπει ένα στρατιώτη να τρέχει μπροστά. Είναι ο Θανάσης! Πώς γιγάντωσε η ψυχή κι η καρδιά γέμισε λεβεντιά! Το χέρι κρατεί γερά το όπλο και βγαίνει από το στόμα του φωνή μεγάλη:

- Απάνω τους μωρέ, να τους φάμε τους παλιότουρκους...

Ο Βασίλης τρέχει να τον προλάβει. Μέσ' απ' τούς καπνούς της μάχης το βλέμμα τους συναντιέται, μονάχα για μια στιγμή, σ' ένα βουβό χαιρετισμό και ύστερα χάνονται πάλι. Αρχίζει να βραδιάζει και η μάχη συνεχίζεται. Τα βλήματα των όλμων και οι σφαίρες πέφτουν γύρω τους βροχή... Κάποια στιγμή ο Βασίλης νιώθει το χέρι του να βαραίνει. Δε σταματά όμως. Συνεχίζει να πυροβολεί. Σε λίγο το όπλο γίνεται πιο βαρύ και το χέρι 8πονάει. Σκούζει το παλικάρι:

- Παλιότουρκοι,... Θαρρείτε πως θα με ξεκάνετε;!

Το πρόσωπο συσπάται απ' τον πόνο, όμως η φωνή βγαίνει τολμηρή:

- Δε θα πεθάνω εγώ... Μ' ακούτε; Η Ελλάδα δεν πεθαίνει!

- Η Ελλάδα δεν πεθαίνει! ακούει λες τη φωνή του σαν αντίλαλο. 'Ομως... δεν είναι αντίλαλος. Είναι η ξεψυχισμένη φωνή του Θανάση. Γυρνάει κατά το μέρος της φωνής και βλέπει το φίλο του πληγωμένο να σέρνεται με δυσκολία στο χώμα. Κάνει μια προσπάθεια να τον πλησιάσει όμως δεν μπορεί. Σέρνεται κι αυτός. Το χέρι το νιώθει πολύ βαρύ, πονάει... 'Ομως πρέπει να το απλώσει. Βλέπει το ματωμένο χέρι του Θανάση ν' αναζητά το δικό του. Ο πόνος είναι αβάσταχτος... 'Ομως πρέπει να συρθεί ακόμα λίγο...

- Κουράγιο, Θανάση, έλα ακόμα λίγο... ακόμα λίγο... λίγο ακόμα...

Κι επιτέλους τα δυο χέρια ενώνονται. Δεν έχουν όμως τη δύναμη να σφίξουν. Αρκεί η ζεστή επαφή...

'Ενα χελιδόνι πετάει εκείνη τη στιγμή πάνω απ' τα χέρια τους. Πού βρέθηκε το χελιδόνι μέσα στον καπνό και την αντάρα της μάχης; Οι δυο φίλοι το κοιτάζουν σχεδόν ταυτόχρονα. Μια περίεργη δροσιά, θαρρείς από ανοιξιάτικη δροσοσταλίδα, δροσίζει για λίγο τις φλογισμένες καρδιές τους.

Ο Βασίλης κοιτάζει ίσια στα μάτια το φίλο του.

- Είναι καλό σημάδι... Το χελιδόνι φέρνει την άνοιξη, φέρνει χαρ...

Η φράση μένει ατέλειωτη καθώς το βογγητό του παλικαριού ακούγεται πνιχτό.

- Βασίλη, πεθαίνω... Να πεις στη μάνα μου... να μη λυπάται... Να πεις στην Αννούλα ότι την ... αγα... πώ.

-'Οχι, Θανάση, δε θα πεθάνεις. Οι 'Ελληνες δεν πεθαίνουν!

- Ναι, φί...λε... Η Ελ...λά...δα δεν πε...θαί...νει... δεν πε... θαί...

Νιώθει το χέρι του φίλου του να πέφτει. Μένει για λίγο σα χαμένος μπροστά στο άψυχο κορμί του παλικαριού και ύστερα φωνάζει με όση δύναμη του έχει απομείνει:

- Όχι! Όχι! Είναι άδικο...!

Η φωνή του σμίγει με τον ήχο των εκρήξεων και των πυροβολισμών και δυναμώνει και απλώνεται παντού.

«Είναι άδικο!»

Και το χελιδόνι παίρνει το μήνυμα και πετώντας πάνω από τη γαλάζια θάλασσα της Μεσογείου το φέρνει στην Ελλάδα και αντιλαλούν όλα τα βουνά:

«Είναι άδικο! Είναι άδικο!»

* * *


Ο πόλεμος στην Κύπρο τελείωσε μα η σκέψη του Βασίλη έμεινε σ’ εκείνες τις στιγμές και σε μια μαυροφορεμένη μάνα… Είχε πάει να την επισκεφτεί στη Λέσβο τρεις μήνες περίπου μετά το θάνατο του Θανάση. Κρατούσε στα χέρια της δυο γράμματα μουσκεμένα στα δάκρυα.

- Ήρθαν πριν λίγες μέρες, του είπε με ξεψυχισμένη φωνή. Διάβασέ τα.

Ο Βασίλης πήρε με συγκίνηση τα δυο γράμματα. Ο πόλεμος είχε καθυστερήσει την αποστολή τους κι έφτασαν μετά την τραγική είδηση… Το ένα ήταν γραμμένο απ’ τον Θανάση κι έγραφε μεταξύ άλλων:

«Μάνα, σε πεθύμησα πολύ. Έρχομαι σύντομα κοντά σου. Ετοίμασε τα νόστιμα φαγητά σου…»

Το άλλο γράμμα ήταν σταλμένο απ’ το κορίτσι του κι έγραφε:

« Θανάση, αγάπη μου, μου λείπεις πολύ, αλλά χαίρομαι που πρόλαβες να φύγεις από την Κύπρο. Εδώ συνέβησαν πολλά. Ο πόλεμος ρήμαξε το νησί… Χάσαμε τον πατέρα μου. Γλυκέ μου, τώρα σε χρειάζομαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έλα κοντά μου. Σε περιμένω. Γράψε μου πότε θα έρθεις. Θα καρτερώ με λαχτάρα το γράμμα σου.

Σ’ αγαπώ, Αννούλα».

Τα χέρια του Βασίλη άρχισαν να τρέμουν. Η ματιά του έπεσε χαμηλά, στην αριστερή γωνίτσα της γαλάζιας κόλλας, όπου ήταν ζωγραφισμένη μια καρδούλα… Μια κόκκινη καρδούλα και από κάτω η φράση: «Σε περιμένω».

Αγνή Χαραλάμπους