Μικρά Διηγήματα:

ΕΥΚΟΛΟ ΚΕΡΔΟΣ - ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΗΜΑ

Η Ασήμω είχε το σπιτάκι της στα Καμίνια. «Φτώχια, καλή καρδιά, μα και γκρίνια... », λίγη γκρίνια δηλαδή, καθότι ο Σταύρος της στόμα είχε και μιλιά δεν είχε... Είχε όμως μικρόν τι ελάττωμα, του αρέσανε οι μικρές... Και η Ασήμω του μικρή ήταν, όταν προ δεκαετίας την παντρεύτηκε, αλλά της αράδιασε και πέντε κουτσούβελα, και να οι κοιλιές, και να τα μαξιλαράκια, και να τα χαλαρώματα στο στήθος...


Και τώρα ο Σταύρος βρήκε το Χαρικλάκι, αλλά σκεπτότανε να το παρατήσει καθότι έξυπνο μυαλουδάκι, και καθόλου δεν τον βόλευε αυτό... Είχε τους λόγους του, που θα δούμε παρακάτω.


Τον τελευταίο καιρό ο Σταύρος άνεργος είναι, αλλά όχι άφραγκος. Κάθεται στον καφενέ κουστουμαρισμένος, περιποιημένος, με τα ποτά του, τα πουρμπουάρ του και όλοι ρωτάνε:


«Πού τα βρίσκει μωρέ τα λεφτά; Μπας και του ’λαχε καμιά κληρονομιά;»


Αλλά η Ασήμω τον θέλει να δουλεύει. Βαρέθηκε να τον μαλώνει μια ζωή για δουλειά.
- Ζητάνε μπογιατζήδες...
- Α! μπογιατζής τώρα;

Δεν πάει.

- Σταύρο μου, ζητάνε ταξιτζήδες!
- Ταξιτζής; Α! πα... πα... εγώ θέλω να κάθομαι κύριος και όχι να με φωνάζουν: «ταξί! Ελεύθερος;»
- Ζητάνε βοηθό σε κατάστημα...
- Μπα! βοηθός. Τρίχες... για τέτοια είμαστε; Εγώ, που με βλέπεις , παρ’ ολίγον να βγάλω το γυμνάσιο...

Παρά λίγο να το βγάλει, δεν το ’βγαλε...
Βγάζει όμως παραδάκι, πολύ, παρακαλώ! Και χωρίς δουλειά και κόπους παρακαλώ!

Η Ασήμω το βιολί της.

- Σταυράκη μου, πρέπει να έχεις κάποιαν εργασία. Τις προάλλες με ρώτησε ο μεγάλος: «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς;»
- Άσε με ρε, Ασήμω με τις δουλειές... Πες μου σου λείπει τίποτις;
- Οοοχι!
- Τα παιδιά δεν τα φροντίζω; Σας κουβαλώ μέχρι και του πουλιού το γάλα, που λένε... σας λείπει τίποτις;
- Οοοχι!
- Στα μπουζούκια τρεις και λίγο δε σε βγάζω; Στις καλύτερες ταβέρνες δε σε πάω; Ώρες είναι να ’χεις και παράπονο...
- Οοοχι!
- Τη μάνα σου δεν την έχω βασίλισσα; Δεν της δίνω γερό πουρμπουάρ όταν φυλάει τα παιδιά σαν βγαίνουμε για γλέντι;
- Ναι, Σταύρο μου, αλλά πρέπει να δουλέψεις και λίγο, καθότι η κληρονομιά του θείου σου εξανεμίζεται με τις σπατάλες σου...
- Τα λεφτά του θείου μου αυγαταίνουν... αυγαταίνουν με τους ...τόκους, καθημερινώς!

Με τούτα και με κείνα την έπειθε την Ασημούλα και σταματούσε την γκρίνια.

Αλλά, ας επιστρέψουμε στο σπιτάκι στα Καμίνια. Μικρόν μεν, καθαρό δε. Έλαμπε από πάστρα! Είχε και τον κηπάκο του με λίγες τριανταφυλλιές, λίγα γεράνια και τις γλάστρες με το βασιλικό: «Ο βασιλικός φέρνει την ευτυχία στο σπίτι... », έλεγε η πεθερά, που όποτε ερχότανε, κουβαλούσε και μια γλάστρα με βασιλικό.
Η Ασήμω έδινε βάση στα λόγια της πεθεράς και ποτέ δεν έβγαινε έξω από τις συμβουλές της.

Τον καθάριζε τον κηπάκο της, αλλά ένα ήταν το παράπονό της... Που δεν μπορούσε να καθαρίσει το πίσω μέρος της αυλής, να φυτέψει και κάνα ζαρζαβατικό, να βάλει και καμιά κοτούλα. Καθότι το πίσω μέρος της αυλής της ήταν γεμάτο παλιοσιδερικά, που κουβαλούσε κατά καιρούς ο Σταύρος. Υπήρχε κι ένα αυτοκίνητο παλαιόν και ανοιχτό από πάνω, από τα παιδικάτα του, όπου, όπως της είπε, έπαιζε με τους φίλους του όταν ήταν μικρός και δεν του ’κανε καρδιά να το πετάξει.

- Τι το θες Σταυράκη μου, το παλιοαυτοκίνητο, έχει σκουριάσει, πέταξέ το να καθαρίσει η αυλή μας.

- Εσύ να μην ασχολείσαι με το …όπισθεν μέρος του σπιτιού. Βλέπεις οι καλαμιές, καθότι θεόρατες, σκεπάζουν τη θέα από τους γειτόνους.
- Να τις κόψουμε τις καλαμιές, να τις περιποιηθούμε...
- Εσύ να κοιτάς μόνο τις τριανταφυλλιές σου και το έμπροσθεν του σπιτιού μας, που όσοι το βλέπουνε, τι καθαρή η Ασήμω, τι νοικοκυρά η Ασήμω και τα βγάζει πέρα όλα και καθαριότητες και παιδιά...


Τέτοια της έλεγε ο Σταύρος της και την κολάκευε.

- Κερά κι αφέντρα του σπιτιού μου, καμάρι μου, (χρυσάφι μου, πάει να πει, μα θυμάται το Ασήμω) ασήμι μου εσύ, στολίδι του σπιτιού μου, Λουλούδι μου!

Και όλο στο μυαλό του το Χαρικλάκι. Μπουκιά και συγχώριο! «Λες να μου κάνει καμιά ...χαλάστρα με τη δουλειά; Καθότι μυαλό ξουράφι. Και πονηρή. Καιρός να πάρει κι αυτή τον αέρα της κι από Χαρικλάκια γεμάτη η πιάτσα, κι απονήρευτα παρακαλώ!»

Μα έλα που τη χαλάστρα δεν την έκανε το Χαρικλάκι... Τη χαλάστρα του την έκανε η Ασημούλα του, το στολίδι του σπιτιού του... το καμάρι του, το λουλούδι του!

Συναντιέται το λοιπόν ο Σταύρος με το Δημοσθένη το βράδυ στα κρυφά, καθότι αυτές οι δουλειές δε γίνονται στα φανερά και μέρα μεσημέρι.

- Το πράμα μεγάλωσε σε λίγες μέρες έτοιμο θα το ’χω.
- Δε με λέγεις βρε Σταύρο, η κερά σου πώς και δεν παίρνει χαμπάρι;
- Α! όλα κι όλα! Την κερά μου την έχω στα όπα-όπα! Όταν είναι να φυτευτεί το πράμα, τη βγάζω έξω στις ταβέρνες. Ρεμπέτισσα με τα ούλα της. Να βγει να χορέψει και λιγάκι, να τραγουδήσει, να φτιαχτεί, να το φχαριστηθεί το γλέντι. Όταν είναι να ποτιστεί το πράμα, πάλι έξω στα μπουζούκια, χορός, γλέντι και τον παν είναι το ποτό! Να πέσει τύφλα να κάνει και δυο-τρεις μέρες να συνέλθει.

- Κατάλαβα, όταν ανάβει το γλέντι με τα ρεμπέτικα, ανάβει και η δουλειά στο πίσω μέρος του σπιτιού σου..., συμπεραίνει ο ατσίδας ο Δημοσθένης.

- Που λες, οι δικοί μου, κάτι μόρτηδες νεαροί, ξηγημένα άτομα, καθότι το παραδάκι πέφτει τριπλό! Πρώτον για τη δουλειά, δεύτερον για την προσοχή κανένα μάτι, μήτε Θεού, να μην τους ιδεί και τρίτον και κύριον να είναι το στόμα κλειστόν!
- Απ’ ότι αντιλήφθην το ίδιο γένεται και όταν το πράμα χρειαστεί να κοπεί, να ξεραθεί, να τακτοποιηθεί... - Μπραβο! Με πιάνεις!
- Και πού το κρύβεις;
- Α! στο παλιό αμάξι! Το χώνω εκεί μέσα και πού να το φανταστεί κανείς...
- Μέχρι να περιέλθει εις χείρας μας.
- Σωστός!
- Και τώρα σε πόσας ημέρας θα το περιλάβομεν; Δια να λάβομεν κι εμείς τα μέτρα μας.
- Το πολύ εις μίαν εβδομάδα!

Η Ασημούλα στο μεταξύ, περιποιείται τον κήπο της έξω στην αυλή. Ωραία μέρα με λιακάδα, ευτυχώς το μωρό κοιμάται. Πάνω που τελειώνει τη δουλειά της, καταφθάνει η ξαδέρφη της με τα τρία διαβολάκια της. Ορμάνε στο σπίτι μέσα, προτού χαιρετιστούν ακόμα οι δυο ξαδέρφες.

- Καλέ θα μου ξυπνήσουν το μωρό!
Ορμά αλαφιασμένη μέσα η Ασήμω και τα βγάζει αμέσως έξω.

- Παιδιά είναι, τι να τα κάνω; Να τα δέσω; παραπονιέται η ξαδέρφη.
Και τότε της έρχεται η ιδέα της Ασήμως.
- Καλε! Δεν πάτε πίσω να παίξετε με το παλιό αυτοκίνητο;
- Καλή ιδέα, χαριεντίζεται και η ξαδέρφη, που δεν ξέρει πια τι να τα κάνει, τόσο ζωηρά και σκανταλιάρικα που είναι.

Αλλά πώς θα περάσουν;
- Τι είναι αυτά τα κάγκελα που έβαλε ο ξάδερφος;
- Για μένα το έκανε, μωρέ, που γκρίνιαζα συνεχώς ότι έχει τα χάλια της η πίσω αυλή και ντρέπομαι αν τύχει και τη δει μάτι ανθρώπου...
- Καλέ τι μάτι ανθρώπου, που δεν υπάρχει πρόσβαση...


Τα ...διαβολάκια της όμως δεν είχαν κανένα πρόβλημα, πήδησαν από τα κάγκελα και βρέθηκαν αμέσως στο παλιό αμάξι.


Στο μεταξύ σχόλασαν και τ’ άλλα παιδιά της Ασήμως, άλλα από το σχολείο κι άλλα από το νηπιαγωγείο. Χαμός!
Η ξαδέρφη, που έψαχνε το δικό της, το μικρότερο, έτρεξε προς την πίσω μεριά. Το μικρό προσπαθούσε ν’ ανέβει τα ψηλά κάγκελα και δυσκολευόταν. Το πήρε στα χέρια και λέει στην Ασήμω:
- Καλέ, η πίσω αυλή έχει γεμίσει με αγριόχορτα.

Πηγαίνει η Ασήμω και τι να δει;
Η αυλή γεμάτη χόρτα!

- Θεός φυλάξει! Πού βρέθηκαν όλα αυτά; Το έδαφος είναι πολύ σκληρό... ποτέ δεν φύτρωναν αγριόχορτα!
- Μπορεί που φέτος έβρεξε πολύ, είπε η ξαδέρφη και μάζεψε τα παιδάκια της για να φύγουν.

Το βράδυ η Ασήμω ήταν ανήσυχη.
«Πρέπει να τα βγάλω! Αυτά το καλοκαίρι που θα ξηραθούν θα γεμίσουν φίδια! Δε φτάνει που έχω την έγνοια κάθε καλοκαίρι, όταν έχω μικρό, πως καμιά οχιά θα κρυφτεί στο παλιό αμάξι και θα μπει στο σπίτι...»

Την επομένη η Ασήμω ξεκινά ...επιχείρηση!
Μαζεύει μερικούς πιτσιρικάδες της γειτονιάς, τους τάζει φιλοδώρημα, και στο άψε σβήσε τα ...αγριόχορτα εξαφανίζονται.

- Τώρα τι να τα κάνουμε κερά;
- Να τα βάλετε όλα στο παλιό αυτοκίνητο και να πάτε να τα πετάξετε να τα πάρει το ποτάμι. Πολλές βροχές φέτος, τρέχει με δύναμη το νερό.
- Και πώς θα σηκώσουμε τη σακαράκα;
- Φωνάξτε κι άλλα παιδιά, πολλά παιδιά, θα δώσω γερό χαρτζιλίκι, όλοι μαζί να τη σηκώσετε και να την πετάξετε κι αυτή στο ποτάμι. «Καιρό θέλω να την ξεφορτωθώ», σκέφτεται.
- Κερά, δεν κάνει να την πάρουμε για πάρτι μας;
- Μωρέ, να την ξεφορτωθώ εγώ και ό,τι θέτε κάντε την!

Το βράδυ σαν αποτέλειωσε η ...επιχείρηση, η Ασήμω έκατσε ήσυχη στον καναπέ. Καθώς ήτανε κουρασμένη με το να δίνει διαταγές στους πιτσιρικάδες, την πήρε ο ύπνος και δεν πρόλαβε τον Σταύρο που ήρθε αργά, για να του πει πως επιτέλους η πίσω αυλή τους καθάρισε!


Την επομένη ξυπνά ο Σταύρος χαρούμενος.

- Απόψε πάμε στα μπουζούκια! Καιρό έχω να βγάλω έξω το Ασημάκι μου!
- Αλήθεια Σταύρο μου; Πράγματι, καιρό έχουμε να βγούμε... Να με πας σε κείνη την ταβέρνα με τα ρεμπέτικα! Πολύ μου αρέσει Σταύρο μου.
- Όπου γουστάρει το Ασημάκι μου, και... κοίτα κανόνισε με τη μάνα σου να έρθει για τα παιδιά.

Και πήγανε λοιπόν στην ταβέρνα και πάνω που τραγούδαγε η τραγουδίστρια το:
«Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες...» και κουνιότανε μεθυσμένη στην πίστα η Ασημούλα, καταφθάνει ο Δημοσθένης και αρπάζει τον Σταύρο από το ... καινούριο το πουκάμισο.

- Τι έγινε μωρέ το πράμα;
- Δεν καταλαβαίνω, απαντά ο Σταύρος και ρίχνει ανήσυχες ματιές στην πίστα όπου χορεύει η Ασήμω.

« Αραπίνες λάγνες ερωτιάρες με ουίσκι και γλυκές κιθάρες, γλέντι και πιοτό...»

- Σπάσε, Δημοσθένη! Πρώτον η συμφωνία ήτο ποτέ δεν μου μιλάς μπροστά στην σύζυγον, και δεύτερον δεν θεάσαι εις δημόσιους χώρους...
- Τι έγινε, ρε, το πράμα;
- Σσς... θα μας ακούσουν.
- Κάτσε κάτω και λέγε, ρε!
- Αφού έχουμε ξηγηθεί... Σπαθί!
- Σπαθιά θα βγάλω να σε πετσοκόψω, ρε... Πού βρίσκεται το πράμα;

«Στον ποταμό!», θα του ’λεγε η Ασήμω, αν βέβαια ήταν εκεί, και αν βέβαια καταλάβαινε τι εννοούσε «πράμα», καθότι αυτή ...αγριόχορτα πέταξε.
Αλλά η Ασήμω εκείνη τη στιγμή χόρευε στους ρυθμούς του ρεμπέτικου.

Και ο Δημοσθένης ...χόρευε στο ταψί τον ανυποψίαστο Σταύρο.

Τούτη η παλιοκοινωνία όλα στραβά κι ανάποδα τα κάνει... Και άμα σου κάτσει στραβά, σου ’κατσε για τα καλά, να πούμε!
Και η ιστορία του Σταύρου ήταν του ...κλαμάτου!

Και να δείτε που το πάθημα, του βγήκε σε καλό του Σταύρου.
Έπιασε δουλειά ως ταξιτζής! Καθότι η Ασήμω, που … αγρόν ηγόρασεν, όλο παραπονιόταν:
- Γιατί, Σταύρο μου; γιατί μου τα ’κοψες τα ταβερνάκια; Γιατί Σταύρο μου, μου ’κοψες τα γλέντια; Αχ! Πολύ μου αρέζανε εκείνα τα μάγκικα τραγούδια... Πότε θα με πας;

Και η πεθερά από την άλλη, που καιρό είχανε να τη φωνάξουν να φυλάξει τα παιδιά, που και αυτή έπαιρνε το κάτι τι της, να πούμε.
- Μωρή, μπας και ο ...λεγάμενος τα ’χασε τα ...κληρονομικά; Μπας και τα ’χασε όλα στα χαρτιά; Και γι’ αυτό δεν έχει τίποτις;

Έτσι έπιασε δουλειά ο Σταύρος. Ταξιτζής!
Έ! Αφού τα ’παμε... Έτσι είναι τούτη η παλιοκοινωνία! Μια σε μουντζώνει και μια σε χαϊδολογάει...

Και τι χαϊδολόγημα έπεφτε τώρα στο Σταυράκη!
Καθότι δεν ήταν απλός ταξιτζής! Σωφέρ ήτανε σε πλουσιόσπιτο! Και η μαντάμ, που την πήγαινε για πρέφα, όλο γλύκες ήτανε και πολύ φιλοδώρημα έπεφτε. Καθότι η μαντάμ ξενοκοιμότανε, καθότι ο αφεντικός γέρος με καρδιά και πίεση και τέτοια... Και ο Σταύρος έπρεπε να κάνει τα στραβά μάτια. Και τι δεν έπαιρνε γι’ αυτά τα στραβοματιάσματα!

Ε! Τι έφταιγε τώρα ο Σταύρος, που ερχόταν από μόνο του και τον έβρισκε το εύκολο κέρδος;
Ε! Αφού τα ’παμε. Αυτά κάνει τούτη η παλιοκοινωνία! Σε άλλον δίνει, σε άλλονα δε δίνει... Σε άλλον μουτρώνει σε άλλονα χαμογελάει!

Και τι χαμόγελα του ’σκαγε του Σταυράκη!


Και τότε να δείτε χαρές και γλέντια η Ασήμω!
Και τότε να δείτε φιλοδώρημα που έπεφτε στην πεθερά!
Και να δείτε χαϊδολόγημα στο Χαρικλάκι, καθότι τώρα καθαρός ο Σταύρος, το επανέφερε εις τα ...παλαιά κρυφοσυναντήματα...

Και η Ασήμω που όλα τ’ αγνοούσε, όλο σε ταβερνάκια χόρευε και τραγουδούσε Πρόδρομο Τσαουσάκη:

«Σπάσ’ τα γκρέμισ’ τα, κυρά μου
η ζημιά θα πλερωθεί,
ένας άντρας στο φινάλε για τα σε θα ξηλωθεί.
Σπάσ’ τα γκρέμισ’ τα με δόσεις
κι ο λεβέντης θα πληρώσει...»

Και ο Σταύρος, ζωή χαρισάμενη!

Αγνή Χαραλάμπους