Μικρά Διηγήματα:

ΤΑ ΚΟΧΥΛΙΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ

Βρισκόμαστε στο καράβι για την αναχώρησή μας από τη Σκιάθο, όπου περάσαμε τις διακοπές μας… Το μυαλό μας έχει ξαλαφρώσει από τις σκοτούρες κι έχει γεμίσει με τις αποχρώσεις του γαλάζιου και του πράσινου. Φορτώσαμε στις λευκές φτερούγες των γλάρων όλα όσα βάραιναν την ψυχή μας, και τα στείλαμε στο γαλάζιο πέλαγος. Αυτό το γαλάζιο της θάλασσας το βρίσκεις σε όλα το νησιά της Ελλάδας. Σε μερικά σημεία είναι βαθύ γαλάζιο σχεδόν μπλε, σε άλλα σημεία είναι το γαλάζιο τ' ουρανού και σε άλλα πολύ ανοιχτό γαλάζιο. Όταν καθόμασταν στο βράχο κι αγναντεύαμε τον ορίζοντα, θαρρούσαμε πως αμέτρητες γαλάζιες μπλε και λευκές πεταλούδες φτεροκοπούσαν μες στην καρδιά μας…


Καθώς απομακρυνόμαστε, κοιτάζω τα κάτασπρα σπιτάκια, κτισμένα στην πλαγιά του βουνού, λουσμένα στο πράσινο, που μικραίνουν όσο προχωράμε. Μεσημέρι και οι αχτίδες του ήλιου, κατακόρυφες, λαμπυρίζουν και κάνουν με τον αντικατοπτρισμό να φαίνονται όλα σαν σμαράγδια!

Η Σκιάθος το σμαραγδένιο νησί!
Έρχεται στη σκέψη μου κάτι που έχω διαβάσει:
«Αν η φύση ήταν ζωγράφος, θα ήταν η τελειότερη καλλιτέχνιδα! Και αν η Ελλάδα ήταν το αριστούργημά της, τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά θα ήταν οι σταγόνες που έσταξαν από την παλέτα της πάνω στον καμβά, την ώρα που θαύμαζε το έργο της. εκεί που το πράσινο έσμιξε με το γαλάζιο δημιουργήθηκαν σμαραγδένιες πινελιές, που παίρνοντας ζωή από τον αναστεναγμό της φύσης, μεταμορφώθηκαν σε καταπράσινα νησιά κυκλωμένα από τα βαθυγάλανα νερά του πελάγους…»
Κι εγώ σκέφτομαι ότι από την παλέτα της φύσης, μαζί με τις σταγόνες από χρώμα θα έχουν πέσει και σταγόνες … ανθρωπιάς! Γιατί σ' αυτό εδώ το νησί, το κοσμοπολίτικο, όπου όλα έχουν αρχίσει να φθείρονται, περισσεύει η ανθρωπιά!

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.


Το ξενοδοχείο, όπου έμενα μαζί με την έφηβη κόρη μου, βρισκόταν στην περιοχή «μεγάλη Άμμος». Ένα όμορφο, ήσυχο μέρος με απίθανη παραλία. Κι εδώ, όπως σε όλο το νησί, τα κλαδιά των δέντρων καθρεφτίζονταν στα ήρεμα και γαλανά νερά της θάλασσας. Οι αχτίδες του ήλιου έπαιζαν παιχνιδιάρικα με το νερό και ήταν τόσο όμορφο το θέαμα που δεν μπορούσες να ξεκολλήσεις το βλέμμα.
Κατά το βραδάκι επισκεπτόμασταν τη Χώρα, όπου χτυπά η καρδιά ολόκληρου του νησιού, που απέχει μόνο δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια από τη «Μεγάλη Άμμο».
Κάθε φορά που ξεκινούσαμε για τη Χώρα περνούσαμε από ένα μικρό ξενοδοχείο που το έλουζε το κύμα, καθώς βρισκόταν δίπλα από τη θάλασσα και η πρόσοψή του έβλεπε σ' ένα από τα όμορφα, στενά δρομάκια τα τόσο γραφικά, που το σεργιάνι ανάμεσα σ' αυτά είναι απόλαυση και σε ξεκουράζει.

Εκεί ήταν στημένο ένα τραπεζάκι με διάφορα μικρά κομψοτεχνήματα, ζωγραφισμένα με το χέρι… Ένα κοριτσάκι, η Ελένη, γύρω στα δεκατρία, με το ταλέντο της στη ζωγραφική, έδινε ζωή στα βότσαλα και στα κοχύλια! Ένα βότσαλο ψαράκι, άλλο καρδούλα με λουλουδάκια, ένα κοχύλι με βαρκούλες να ταξιδεύουν, άλλο με ομπρέλες και ξαπλώστρες… Κι από κάτω «με αγάπη από τη Σκιάθο».


- Μαμά, να πάρουμε απ' αυτά στην Κύπρο για δωράκια! μου πρότεινε ενθουσιασμένη η κόρη μου, κι εγώ συμφώνησα, καθώς η μικρή ζωγράφος μού έστελνε ένα γλυκό χαμόγελο.


Πήραμε αρκετά την πρώτη μέρα και κάθε φορά που περνούσαμε, όλο και κάτι αγοράζαμε, καθώς η συλλογή ανανεωνόταν με καινούρια σχέδια και η Ελένη με τη γλύκα των ματιών της, την ευγένειά της και τ' όμορφο της χαμόγελο μπήκε στην καρδιά μας.


Ήταν η τελευταία μας βραδιά στο νησί και όπως πάντα περάσαμε από την Ελένη για να πάρουμε τα τελευταία μας αναμνηστικά δωράκια.
Κρατούσα στα χέρια μου δυο κοχύλια και τα θαύμαζα, όταν σταμάτησε ένα αυτοκίνητο, κατέβηκε ένας μικρός, ήρθε τρέχοντας κοντά μας κι άρχισε να λέει με παράπονο:
«Αυτά είναι της αδερφής μου της Ελένης…»
Δεν καταλάβαμε τι ήθελε να πει ως τη στιγμή που μας εξήγησε ο πατέρας:
«ζωγραφίζει και ο Θοδωρής».
Τότε μόνο πρόσεξα ότι πλάι στο τραπεζάκι της Ελένης είχε προστεθεί κι ένα άλλο μικρότερο, με διάφορα βότσαλα και κοχύλια ζωγραφισμένα, όχι βέβαια με την τέχνη και το ταλέντο της αδερφής του, αλλά ο μικρός Θοδωρής προσπαθούσε κι αυτός να δημιουργήσει.
- Πόσων χρονών είσαι; τον ρώτησα.
- Πέντε! μου απάντησε κι εγώ που νόμιζα ότι ήταν μεγαλύτερος, άρχισα να τον παινεύω:
- Μπράβο, Θοδωρή! Τόσο μικρός και φτιάχνεις τόσο όμορφα πράγματα;
Περιεργάστηκα τα δημιουργήματά του. Δεν ήταν άσχημα. Ξεχώρισα μερικά και τ' αγόρασα. Η κόρη μου, όταν είδε τα μάτια του να λάμπουν, πήρε κι άλλα από το Θοδωρή. Αυτός μας ευχαρίστησε με ευγένεια ενώ τα όμορφα ματάκια του συνέχισαν να λάμπουν από ευχαρίστηση.
Αποχαιρετίσαμε τα δυο αδέρφια και συνεχίσαμε το δρόμο προς τη Χώρα.
Μπλεχτήκαμε ανάμεσα στους τουρίστες, που όσο κατεβαίναμε πύκνωναν. Φασαρία, χαμός!
Φτάνοντας στη Χώρα είχαμε ξεχωρίσει μια όμορφη, ήσυχη ταβερνούλα και κατευθυνόμαστε προς τα κει, όταν είδα ένα εκκλησάκι και θέλησα να μπω να προσκυνήσω. Τότε ανακάλυψα ότι στην τσάντα μου δεν είχα το πορτοφόλι μου. Έψαξα παντού, αλλά το πορτοφόλι είχε γίνει άφαντο.
- Θα σου το έκλεψε κάποιος τουρίστας , έτσι όπως δεν προσέχεις την τσάντα σου, γκρίνιαζε η κόρη μου.
Ξαφνικά το μυαλό της φωτίστηκε!
- Που πλήρωσες για τελευταία φορά; με ρώτησε κι έτρεξε αμέσως προς το μικρό ξενοδοχείο όπου ήταν τα δυο παιδιά.

Εγώ κάθισα σ' ένα παγκάκι έξω από την εκκλησία και παρακαλούσα το Θεό να βάλει το χέρι του. Ταυτόχρονα όμως ήξερα πως και ο Θεός τι μπορούσε να κάνει όταν τόσα πονηρά χέρια παραμόνευαν τις τσάντες των περαστικών; Έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει και θυμήθηκα ότι το είχα βάλει στην τσάντα μου μετά την τελευταία αγορά… Τρέχα γύρευε τώρα μέσα σ' αυτή την ανθρωποθάλασσα να βρεις πορτοφόλι… Ποιος ξέρει ποιοι χαίρονται τώρα τα λεφτουδάκια μου…
Ξαφνικά θυμήθηκα με τρόμο ότι είχα μέσα και την πιστωτική μου κάρτα!... Θα μπορούσε οποιοδήποτε με μια πλαστογραφία της υπογραφής μου να σηκώσει όσα λεφτά ήθελε… Πρέπει να ειδοποιήσω την τράπεζά μου, σκέφτηκα πανικοβλημένη όταν συνειδητοποίησα ότι ήταν βράδυ και η ώρα προχωρημένη.


Μέσα στην απελπισία μου και τον πανικό μου βλέπω την κόρη μου να έρχεται με το πορτοφόλι στο χέρι.
Δεν πίστευα στα μάτια μου!

- Το βρήκε ο Θοδωρής στο δρόμο και το έδωσε στον πατέρα του, μου είπε, ενώ τα μάτια της έλαμπαν.
Τα δικά μου μάτια είχαν βουρκώσει και δεν μπορούσα ν' αρθρώσω λέξη.
«Πέσατε σε καλούς ανθρώπους», είπε κάποιος στην κόρη μου, ενώ εγώ ήμουν ακόμα συγκλονισμένη.


Την επόμενη μέρα (ήταν η μέρα που θα φεύγαμε) πήγα κι έψαχνα τον Θοδωρή. Κατηφόρισα για την παραλία, όπως μου είπε η μητέρα του, για να βρω τον Θοδωρή να τον ευχαριστήσω. Τα παιδιά κατέβαιναν πρωί-πρωί στην παραλία, πριν μαζευτεί ο κόσμος, για να βρουν βότσαλα που τα έβγαζε το βράδυ το κύμα.
Πάνω σ' ένα μικρό τραπεζάκι είδα μερικά βότσαλα βρεγμένα ακόμα, πράγμα που μαρτυρούσε ότι ήταν φρέσκα!
Σε λίγο έφτασε η Ελένη κρατώντας μερικά βότσαλα και κοχύλια με σπάνια χρώματα. Μου εξήγησε ότι με αυτά θ έφτιαχνε μια σπάνια σύνθεση. Πάνω στο τραπεζάκι ήταν και μερικά άλλα βότσαλα σε περίεργα σχήματα. Άλλο έμοιαζε με άνθρωπο, άλλο με καρδιά, έν' άλλο μου θύμισε αρχαίο ειδώλιο…
- Αυτά είναι του Θοδωρή, όλο το πρωί έψαχνε να τα βρει μου είπε η Ελένη.
Σε λίγο έφτασε και ο πατέρας. Τον ευχαρίστησα και περιμέναμε το Θοδωρή.
Τον είδα να έρχεται από τη θάλασσα με ένα ύφος γεμάτο απορία.
- Είναι η κυρία με το πορτοφόλι που βρήκες χθες βράδυ στο δρόμο, του είπε ο πατέρας του.
- Γιατί το έδωσες στον πατέρα σου και δεν το κράτησες, να πάρεις τα λεφτά; τον ρώτησα.
Με κοίταξε με τα ματάκια του γεμάτα απορία. Έκανε μια κίνηση ανοίγοντας τα χέρια του και είπε με τον πιο φυσικό τρόπο:
- Οι γονείς μου μου είπαν ό,τι βρίσκω να τους το δίνω για να το επιστρέφουν σε αυτό που ανήκει..
Τον αγκάλιασα και τον φίλησα χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τα όμορφα ματάκια του εξακολουθούσαν να με κοιτάζουν γεμάτα απορία.
«γιατί κλαίει αυτή η κυρία, αφού βρήκε το πορτοφόλι της; μήπως της συμβαίνει κάτι άλλο;»
Δεν μπορούσε ο πεντάχρονος Θοδωρής να καταλάβει γιατί τον φιλούσα και τον ευχαριστούσα αφού είχε κάνει αυτό που έπρεπε… Αυτό που έμαθε ότι ήταν το σωστό.
Και τότε έλαμψε η αγνότητα και η καθαρότητα της παιδικής ψυχής!
Ο μικρός πήρε τα σπάνια βότσαλα που είχε μαζέψει και μου τα έδωσε λέγοντας:
- Να! Πάρ' τα να τα πας στο σπίτι σου! «και μην κλαις», ήθελε να προσθέσει, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο.
Έτρεξε προς τη θάλασσα κι εγώ έμεινα εκεί με τα βότσαλα στη χούφτα μου που έτρεμε ελαφρά, τα μάτια μου να εξακολουθούν να είναι δακρυσμένα και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.
Τα μικρά και σπάνια εκείνα τα χαλίκια ήταν τα κοράλλια από τον δικό του βυθό, ήταν οι θησαυροί της ψυχής του και μου τα χάρισε για να μην κλαίω, αλλά το πιο σημαντικό είναι που δεν κατάλαβε για ποιο λόγο έκλαιγα.
Αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα της προηγούμενης βραδιάς, όταν ο μικρός Θοδωρής λυπήθηκε που δεν πήραμε από τα δικά του δημιουργήματα και προτιμήσαμε αυτά της αδερφής του…
Ήθελε ν' αγοράσουμε και από τα δικά του βότσαλα, να πληρωθεί ελάχιστα ευρώ για τη δουλειά του, την προσπάθεια της δημιουργίας, αλλά όταν βρήκε τα λεφτά στο πορτοφόλι ούτε καν διανοήθηκε να τα πειράξει.


Αυτά, λοιπόν, συνέβηκαν στην κοσμοπολίτικη Σκιάθο, όπου ο τουρισμός, όπως και σε όλα τα μέρη φθείρει τα ήθη, αλλοιώνει τα πάντα και απειλεί να εξαφανίσει την ανθρωπιά… Όπου όμως η ανθρωπιά περισσεύει, δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας.
Αυτά έχω διδαχτεί από το πεντάχρονο αγόρι, πίσω από το οποίο βρίσκεται κρυμμένη διακριτικά η προσπάθεια των γονιών να κρατήσουν την αξιοπρέπεια, την ευγένεια και το ήθος και να δώσουν στα παιδιά τους τη σωστή αγωγή.
Έχω φέρει στην Κύπρο το πολύτιμο δώρο του Θοδωρή. Έχω φτιάξει μια διακόσμηση με τα βότσαλα και τα τοποθέτησα σε περίοπτη θέση στο σπίτι μου, για να θυμάμαι πάντα το μάθημα που πήρα…
Όσο για τ' άλλα τα σπάνια κοχύλια από το βυθό της ψυχής του, τα κράτησα βαθιά μέσα μου για πάντα.

Αγνή Χαραλάμπους