Παρουσίαση του βιβλίου της Αγνής Λεαντζή - Μενελάου “Ας γίνουμε επιτέλους άνθρωποι”

Αγαπητοί μου φίλοι,

Απόψε θα κάνουμε ένα όμορφο σεργιάνι μέσ’ από τους στίχους της ποιητικής συλλογής της Αγνής Λεαντζή-Μενελάου με τίτλο «Ας γίνουμε επιτέλους άνθρωποι», που περιλαμβάνει 116 ποιήματα.
Να πούμε ότι αυτή είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της Αγνής Λεαντζή- Μενελάου. Η πρώτη με τίτλο: «ταξίδι στα σύμπαντα» κυκλοφόρησε το 2009.

Η Αγνή Λεαντζή-Μενελάου αφιερώνει την ποιητική της συλλογή «Ας γίνουμε επιτέλους άνθρωποι» στη μνήμη των γονιών της Νικόλα και Νιόβης Λεαντζή και τους λέει πως ίσως ήταν καλύτερα που έφυγαν, γιατί μπορεί να μην είχαν την αντοχή να δουν να κάθονται στο σπίτι τους οι εισβολείς.

Όπως είπαμε, σήμερα θα διαβούμε μαζί με την ποιήτρια τα μονοπάτια της ποίησής της. Θα γίνουμε κι εμείς παιδιά για να τρέξουμε αντάμα στις ανθισμένες γειτονιές και στα καταπράσινα περιβόλια της Μόρφου, να μυρίσουμε τους λευκούς ανθούς της λεμονιάς, της πορτοκαλιάς και του γιασεμιού και να παίξουμε ανέμελα κρυφτό στις πλατέες και στα καντούνια του χωριού...

Να ξετυλίξουμε τον πολύτιμο θησαυρό της θύμησης, όπως μας λέει η ποιήτρια:

«Φεύγοντας, πήραμε μαζί μας όλες τις μνήμες
και σηκώσαμε κουβαλώντας τις, κουρνιαχτό.
Τραβήξαμε τις θύμισες από τα σπίτια μας
από κάθε σπιθαμή γης όπου ζήσαμε
και τις τυλίξαμε σαν πολύτιμο θησαυρό.
......................................................................»

«Μνήμες αγαπημένες, παιδικές
Μνήμες μαθητικές, νεανικές
Μνήμες αγνές, μνήμες ερωτικές
Γεμάτες από της Μόρφου τις ευωδιές
Στα στενά, τα καντούνια, τις γειτονιές
Τα γέλια των παιδιών και τις φωνές,
Τα παιγνίδια στων σπιτιών τις αυλές
......................................................................»

Όταν διωχθείς τόσο βίαια και βάναυσα από το σπίτι σου και τον τόπο που σου χάρισε τις πιο όμορφες στιγμές, εκεί όπου έζησες ξέγνοιαστο παιδί και διάβηκες τα χρόνια της εφηβείας, εκεί όπου παντρεύτηκες και γέννησες τα δυο σου παιδιά, οι μνήμες ξεκολλάνε από το χρόνο μ’ ένα κομμάτι ψυχής στην άκρη, που πονάει.

Κι εκείνος ο Ιούλης, πόσο έχει ταυτιστεί με τον πόνο... έχει ριζωθεί βαθιά μες στην ψυχή της ποιήτριας και όσο και να θέλει δεν μπορεί να τον ξεριζώσει. Γι’ αυτό γράφει:

«Μην ξαναπεράσεις από τούτο το νησί,
μαύρε Ιούλη, μήνα της καταστροφής,
τα μπογαλάκια σου πάρε και μη ξαναρθείς,
από του Χρόνου το χάρτη να σβηστείς.»

Δεν είναι τυχαίο που σε 10 ποιήματα του βιβλίου αναφέρεται ο μήνας αυτός της καταστροφής. Τον στήνει στον τοίχο η Αγνή Μενελάου, τον κατηγορεί για όλες τις συμφορές της, αλλά στο τέλος, με τη μεγαλοψυχία που τη διακρίνει του δίνει ...άφεση αμαρτιών, και λέει:

«Τα φορτώσαμε όλα στον Ιούλιο
τον είπαμε προδότη και Τουρκοφόρο.
Μα τι να σου κάμει και τούτος ο δόλιος;
Απλά ένας μήνας είναι, σαν όλους,
ούτε καν ο Ιούλιος Καίσαρας».

Προχωρώντας το σεργιάνι μας πιασμένοι χέρι-χέρι με την ποιήτρια, στριμώχνουμε για λίγο σε μια γωνίτσα του μυαλού τα παιδικά-νεανικά χρόνια, -που όπως τονίζει δεν φεύγουν ποτέ- και προχωρούμε για να συναντήσουμε τον πόλεμο του ’74, να ζήσουμε οδυνηρές στιγμές και να νιώσουμε ως τα κατάβαθα της ψυχής μας την πίκρα, τη θλίψη, το θυμό και την οργή για την άδικη αρπαγή και λεηλασία της πατρίδας, και να φτάσουμε συγκλονισμένοι στην κορύφωση του πόνου...

«Ο πόνος είναι εκεί
Και πάντα καραδοκεί
Έτοιμος για να χτυπήσει
Κι ανήμπορο να σε αφήσει.
Το χτύπημά του είναι φρικτό
Κι εσύ σφαδάζεις σαν ανήμπορο θεριό.
.............................................................»

«..............................................................
Έρημοι οι δρόμοι, τα σοκάκια, τα στενά,
Παράθυρα, πόρτες, κλεισμένα ερμητικά,
Φως γυρεύω να δω, παντού σκοτεινιά
Ήχος κανένας, απόλυτη σιωπή,
Ν’ ακούσω προσπαθώ ανθρώπινη λαλιά,
Τάφου σιγή,
ερημιά και σκότος βαθύ,
τα βήματά μου αντηχούν μοναξιασμένα
σαν πένθιμη ακολουθία
και η «ψυχή μου περίλυπη έως θανάτου».

Και στο τέλος, με παρέα πάντα εκείνη τη δυνατή και θεϊκή ευωδιά των λευκών ανθών της Μόρφου, που μας συνόδεψε σε όλο το ταξίδι, θα βγούμε σ’ ένα ξέφωτο, όπου θα μας αγκαλιάσει ο Ήλιος.
Η οργή, ο πόνος, η πίκρα παραμερίζονται και στη σκοτεινιά του γκρίζου ορίζοντα αστράφτει σαν φωτεινό χαμόγελο η αισιοδοξία! Και μες’ από το άπλετο Φως, απ’ εκεί ψηλά στο ξέφωτο θ’ αγναντέψουμε την πατρίδα λεύτερη και χαρούμενη σαν πρώτα...
Αν αφουγκραστούμε θ’ ακούσουμε τη φωνή της ποιήτριας:

«Oπαδός δεν είμαι κανενός
μήτε έχω κανέναν αρχηγό
Παρά μονάχα το δικό μου εαυτό,
Είμαι επίσης οπαδός κάποιου φωτός
που λαμπυρίζει εντός μου μυστικός
και μου δείχνει το δρόμο για ν’ ακολουθώ,
γι’ αυτό ελεύθερη είμαι από δεσμά
και δεν γνωρίζω τι θα ειπεί σκλαβιά.
.........................................................................»

«Θάλασσα της Κερύνειας σταμάτα να κλαις
Και να κτυπάς αφρισμένη στις ακτές,
Κοντά σου θα ’ρθούμε με αγάπη στις καρδιές
κι όλα θα γίνουν ξανά, όπως ήταν μέχρι το χτες».

«...........................................................................
Αγαπημένη Μόρφου μου, πανέμορφη,
Ας ήταν να μην έφευγα ποτέ από κοντά σου.
Μα, τώρα άνοιξέ την κι έρχομαι ξανά
την μοσχομυρισμένη αγκαλιά σου.»

«Θαρσείτε, φίλοι μου θαρσείτε
και αισιοδοξείτε».

Όμορφο το ταξίδι στους στίχους της Αγνής Λεαντζή-Μενελάου, μακρύ και πλούσιο σαν το ταξίδι της Ιθάκης του Καβάφη. Έχουμε να πάρουμε πολλά «σεντέφια» και «κοράλια» από τους πλούσιους θησαυρούς της Αγνής Μενελάου, καθώς σαν δροσερό νεράκι πηγάζουν αβίαστα από τα βάθη της ψυχής της. Ήθος, αξίες, αρχές, αξιοπρέπεια, ευαισθησία, δύναμη, κουράγιο, ψυχικό σθένος! Μα πάνω απ’ όλα ΑΓΑΠΗ! Για τον άνθρωπο, την οικογένεια, τη φύση, αλλά κυρίως εκείνη η αγιάτρευτη λατρεία της γενέτειράς της Μόρφου και γενικά της πατρίδας!
Χαρακτηριστικοί δυο στίχοι:

«Τις μνήμες τις κρατούσαμε σαν άγιο δισκοπότηρο του μυαλού,
για να πίνουμε όταν διψούμε Πατρίδα!»

Η γλυκιά και θεσπέσια μυρωδιά των λευκών ανθών της Μόρφου, την κυνηγά χρόνια τώρα... Έχει μπει για καλά στο πετσί της, έχει γίνει ένα με την ύπαρξή της.
Βλέπετε ήταν Απρίλης όταν γεννήθηκε η Αγνή... Η πρώτη της ανάσα ήταν αγιόκλημα και γιασεμί. Γράφει χαρακτηριστικά:

«κι έχω μ’ αφέλεια μπερδέψει στο νου
ότι ζωή σημαίνει χρώματα κι αρώματα τ’ Απριλιού»

«Τους μικρανθούς σου απόψε μύρισα ξανά
με της πορτοκαλιάς τ’ αρώματα τα μεθυστικά.
Στα σοκάκια σου αργοπερπάτησα στα στενά
και γέμισε μύρα η ψυχή μου κι η καρδιά
που τα ρούφηξα αργά-αργά, ηδονικά.
.............................................................................»

«Τούτο το γιασεμί σήμερα με βασανίζει
χίλιες γλυκόπικρες αναμνήσεις με γεμίζει
...........................................................
Γιασεμί μου, γιασεμί, σήμερα πώς ανθίζεις
κι ολάκερη με την ανάσα σου με πνίγεις.
.............................................................................»

Η νοσταλγία ραγίζει τον ύπνο της και τον τρυπά για να περάσει στο άλλο μισό της πατρίδας. Η σκέψη της κομμάτι-κομμάτι σπάζει και ξεκολλά από το χρόνο, μετέωρη ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα, σ’ εκείνο το αδιαχώρητο πεδίο όπου φυτρώνουνε τα όνειρα, διαβρώνοντας την πραγματικότητα και καταργώντας τις αποστάσεις... Εκεί στο όνειρο η ποιήτρια Αγνή Μενελάου βρίσκει τη λύτρωση.

«...............................................................................
Γίνεται ο ύπνος μου μικρός και τ’ όνειρο μεγάλο
το σπίτι που γεννήθηκα να δω, προτού να αποθάνω
το γλυκόπικρο και όμορφο ταξίδι μου να κάμω
αναμεσής του ύπνου και του ονείρου ξεκινώ.
....................................................................................
Μπαίνω στο δρομάκι το παλιό, το χιλιοπατημένο,
Πέτρωσαν τα πόδια μου κι αδυνατώ να περπατήσω
Τραντάζουν το άμοιρο κορμί μου οι λυγμοί και γονατίζω
Σέρνομαι και το κατώφλι του σπιτιού μου το σεπτό διασκελίζω
Φιλώ το χώμα το ιερό και τούτη την ευχή μου ψιθυρίζω
Άγιε Μάμαντα, να γίνει κάνε, στο ταξίδι μου να πολυχρονίσω,
στο σπίτι μου το πατρικό μέσα να κλειστώ
και πίσω ποτέ πια να μην ξαναγυρίσω.»

«Ακροπατώντας μες στη νύχτα μονάχη
καλά κρυμμένη στο σκοτάδι το βαθύ
στην αγκαλιά μου κρατώντας το φεγγάρι
τα στημένα εδιάβηκα ψεύτικα τείχη
και πέρασα στην απαγορευμένη, αγαπημένη μου γη.
Από τα χέρια μου το φεγγάρι ανέβηκε στα ύψη
και λάμποντας χαρούμενα με οδηγεί
πρώτα-πρώτα στο πατρικό μου το σπίτι
κι ύστερα στην εκκλησιά ν’ ανάψω ένα κερί.
Τα σοκάκια όλα εγύρισα με τον ασημένιο του πυρσό,
παλιά γεγονότα και μνήμες σαν ποτάμι ορμητικό
τον νου μου κατακλύζουν και τα μάτια
και με εμποδίζουν να σκεφτώ ή να δω.
Ξάφνου του φεγγαριού σβήνει ο πυρσός
και σκοτάδι γίνεται πάλι βαθύ
που στο παρόν με φέρνει με μια γεύση πικρή.»

Βλέπουμε πως η σκέψη κομμάτι κομμάτι φεύγει μέσ’ από την αχλή του ονείρου και γυρνά στο παρόν. Η σκληρή πραγματικότητα ορθώνεται μπροστά της και γράφει:

«Νόστος βαρύς, νόστος πικρός αιμάσσει την καρδιά μου.
...........................................................................................»

Όταν η έκσταση του ονείρου εγκαταλείπει την ποιήτρια, τότε προσγειώνεται και είναι έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει με ρεαλισμό την πραγματικότητα, η οποία δυστυχώς είναι υπαρκτή και μας χτυπά ανελέητα. Η Αγνή Λεαντζή-Μενελάου αφουγκράζεται τους στεναγμούς των ανθρώπων για την πτώση των αξιών της ζωής και του βιοτικού μας επιπέδου, και γράφει μερικά, επιγραμματικά θα ’λεγα, ποιήματα όπου μέσα σε 4 ή 5 μόνο στίχους καυτηριάζει τη σημερινή πραγματικότητα:

Μια πατρίδα μας έλαχε μικρή,
προδομένοι, εγκαταλείψαμε τη μισή
στον εχθρό αμαχητί,
τώρα, σαν «καλοί Χριστιανοί»
την χαρίζουμε χωρίς ενοχή.

Κι έτσι μπήκαμε στο χρηματιστήριο
Τους αγώνες πετάξαμε στον κάλαθο των αχρήστων
κι εξαργυρώσαμε την τουρκοπατημένη πατρίδα
μ’ ένα μάτσο κερδοφόρες μετοχές.
Τι να σου κάμει και τούτος ο λαός;
Μαθημένος βλέπεις μια ζωή ν’ αγωνίζεται…
Απλά άλλαξε τον τρόπο του αγώνα του
τον έντυσε μετοχές κι εισήλθε θριαμβευτής στο χρηματιστήριο!

Βλέπουμε ότι η ποιήτρια διαθέτει την αίσθηση της άμεσης πραγματικότητας, γι’ αυτό η έκφρασή της αποκτά ρωμαλεότητα και πατά με μια γερή πατημασιά στο σήμερα. Νοιάζεται για όσα συμβαίνουν στον κόσμο, τους πολέμους, τη βία, την εκμετάλλευση, τη φτώχεια που μαστίζουν την ανθρωπότητα. Στο ποίημά της με τίτλο «πού πας;» δίνει ένα πανανθρώπινο μήνυμα ειρήνης.

«Έλα, λοιπόν, να ενώσουμε τα χέρια, για μια πατρίδα κοινή, τη Γη!»

«Έλεος πλέον, δε θ’ αφήσουμε στο σύμπαν
τίποτε όρθιο και ζωντανό σαν δείγμα.»

«Κρίση οικονομική
κάνει ο λαός υπομονή
κι οι μεγάλη στη χλιδή.»

Διακρίνουμε εδώ και κάποιο σαρκασμό. Η αίσθηση της ποιήτριας οξύνεται και βαθαίνει, γι’ αυτό και αποκτά περισσότερο βάθος ο στίχος της. Οι παρορμήσεις της έρχονται μεν από τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής της, αλλά είναι συνυφασμένες με το ρεαλισμό του σύγχρονου πνεύματος. Παρατηρούμε επίσης ένα βαθύ στοχασμό.

«Ψάξε μέσα σου βαθιά
και ό,τι θέλεις θα το βρεις
φτάνει να ’χεις μάτια να τα δεις.»

Η Αγνή Λεαντζή-Μενελάου επιδιώκει την τελειότητα στην τεχνική των στίχων της.
Διαλέγει τον έμμετρο στίχο με ομοιοκαταληξία συνήθως ζευγαρωτή ή πλεχτή, πετυχαίνοντας έτσι ένα τέλειο ρυθμό.
Η ποίηση με μέτρο και ομοιοκαταληξία είναι από τις πιο δύσκολες κι ... επικίνδυνες μορφές της ποιητικής λογοτεχνίας, αλλά συνάμα και η πιο όμορφη.
Από τη μια είναι δύσκολο γιατί δε φτάνει απλώς να βρεις τις λέξεις που ομοιοκαταληκτούν. Πρέπει να τοποθετήσεις τις κατάλληλες λέξεις που θα δώσουν το νόημα, ενώ παράλληλα να ταιριάξεις το μέτρο που θα δώσει το ρυθμό.
Από τη άλλη είναι επικίνδυνο, γιατί υπάρχει το ενδεχόμενο προσπαθώντας να βρεις τις κατάλληλες λέξεις της ομοιοκαταληξίας, να χάσεις το νόημα.

Όμως η Αγνή Λεαντζή Μενελάου τολμά και τα δύσκολα και τα επικίνδυνα και μας χαρίζει την ποίησή της με μέτρο, ομοιοκαταληξία, αλλά κυρίως απίστευτο ρυθμό.
Επιλέγει τις λέξεις να είναι «δυνατές», αλλά απλές και αστόλιστες. Δε χρειάζεται στολίδια για να ’ναι όμορφη η ποίηση που ξεχειλίζει από μουσικότητα και λυρισμό. Κάποτε πολύ εύστοχα χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως για παράδειγμα «ύδωρ θαλάσσιο» «χρείαν έχω», και το περίφημο «θαρσείτε». Πιστεύω δε θα μπορούσε άλλη λέξη ν’ αποδώσει τόσο τέλεια το νόημα.

Όμορφες εικόνες και παρομοιώσεις σωστά δοσμένες. Όπως η καταπληκτική εικόνα του Έρωτα και της Σελήνης, που μας μεταφέρει σε ρομαντικά μονοπάτια.
Ταύτιση της Κύπρου με την Αφροδίτη στο ποίημα «Κύπρος εγώ», ενώ πιο κάτω γράφει:

«Ιδού εγώ
Σημείο αναγνώρισης τα μαύρα ενδύματα
Ιδού εγώ, να μετρώ τους σταυρούς και τα μνήματα»

Βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης της Αγνής Λεαντζή-Μενελάου είναι το γεγονός ότι ο αναγνώστης δεν κάνει απλώς ένα σεργιάνι μέσ’ από τους στίχους, αλλά βουτά στα σμαραγδένια νερά και μπαίνει βαθιά στο νόημα του στίχου. Ταυτίζεται απόλυτα με την ποιήτρια. Παίρνει τον πόνο της και τον κάνει δικό του, παίρνει τη νοσταλγία της και την κάνει δική του... Μπολιάζεται από τη δική της θέληση και δύναμη, το δικό της ψυχικό σθένος, για να βαδίσει στο τέλος μαζί της χέρι-χέρι στα φωτεινά μονοπάτια της Ελπίδας, της λύτρωσης και της κάθαρσης.

Τελειώνοντας, ευχόμαστε στην Αγνή Λεαντζή-Μενελάου να συνεχίσει να χτίζει τις λέξεις σε στίχους και να μας στέλλει τα πολλαπλά μηνύματά της. Να είναι πάντα τόσο γλυκιά και χαμογελαστή και

«της ψυχής ν’ ανοίγει το παραθύρι
των ανθρώπων να μπει το πανηγύρι,
οι ζωές να βρούνε ανθρωπιά,
κατανόηση, αγάπη, ζεστασιά,»

για να μπορούμε να γίνουμε, επιτέλους, άνθρωποι!

Αγνή Χαραλάμπους
Φιλόλογος-συγγραφέας