Το λογοτεχνικό έργο της Νάγιας Ρούσου

4 Ιουνίου 2006 - Πολιτιστικό Κέντρο Λαϊκής Τράπεζας - Λευκωσία

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι,

Όταν ο αγαπητός φίλος Γιώργος Κιτρομηλίδης με ρώτησε, αν μπορώ να παρουσιάσω το λογοτεχνικό έργο της Νάγιας Ρούσου, το θεώρησα μεγάλη τιμή για μένα, και αμέσως δέχτηκα.

Σαν όμως πήρα τα βιβλία της στα χέρια μου και βυθίστηκα στους βαθιούς ωκεανούς των στίχων της, ένιωσα δέος και – δεν το κρύβω – κάποιο απροσδιόριστο φόβο, ο οποίος σιγά σιγά έδωσε τη θέση του στην χαρά και την ευχαρίστηση, όπως ακριβώς νιώθει ο δύτης που εξερευνά το βυθό της θάλασσας και ανακαλύπτει πολύτιμους θησαυρούς.

Και αλήθεια! Τέτοιους πολύτιμους θησαυρούς ανακαλύπτει ο αναγνώστης του έργου της Νάγιας Ρούσου. Η ίδια γράφει:

Γέλασα
Και φυλάκισα
Όλα τα δάκρυα των παιδιών του κόσμου,
στις άκρες των χειλιών μου.

- Δεύτε λάβετε.

Ναι, πολλά έχει να λάβει και να πάρει ο αναγνώστης και κοινωνός, θα ’λεγα, των στίχων της Νάγιας Ρούσου, παρόλο που η ίδια στο συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται στις δασκάλες του κόσμου και στην προσφορά τους.

Μελετώντας το έργο της πήρα πολλά, προβληματίστηκα, ένιωσα τον πόνο της για τη γη μας, για την κοινωνία, για τους ανθρώπους ... Έκλαψα και γέλασα ... Ανέβηκα μαζί της στους γαλάζιους ουρανούς και στ’ αστέρια, ένιωσα εκείνη την ανείπωτη χαρά της ΑΝΑΤΑΣΗΣ.

Παράλληλα όμως με διακατείχε η έγνοια και η ανησυχία: Πώς θα μπορέσω να μεταφέρω όλ’ αυτά που ένιωσα σε σας; Πώς να αναλύσω και να παρουσιάσω το λογοτεχνικό έργο της Νάγιας Ρούσου μέσα σε δέκα μόνο λεπτά, όταν κάθε στίχος κλείνει και ένα τόσο βαθύ νόημα;

Κι επειδή ο χρόνος τρέχει ας αρχίσουμε από το πρώτο βιβλίο της, «Ώρα αυλαίας», που εκδόθηκε το 1965. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Κώστα (τον αρραβωνιαστικό της), όπως μαθαίνουμε διαβάζοντας το ποίημα «Μνηστεία». Είναι μνηστευμένη με τον Κώστα Ρούσο, γι’ αυτό και το βιβλίο το υπογράφει με το πατρικό της : Νάγια Αντωνίου.

Θα περίμενε κανείς, διαβάζοντας τα πρώτα της ποιήματα, να βρει τις αδυναμίες του πρωτάρη, όπως έγινε με τα πρωτόλεια του Σολωμού και τόσων άλλων μεγάλων ποιητών...

Όμως ο στίχος της Νάγιας Ρούσου έχει μια ωριμότητα και μια δύναμη από την αρχή, πράγμα που μαρτυρεί ότι τον δούλευε πολύ καιρό μέσα της...

Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι τα ποιήματά της σε όλα τα βιβλία της έχουν ρυθμό, γι’ αυτό και μελοποιήθηκαν αρκετά από αυτά.

Ο στίχος ελεύθερος, δεν τη βάζει σε καλούπια και περιορισμούς, αλλά την αφήνει να εκφραστεί χωρίς φραγμούς.

Το βιβλίο «Ώρα αυλαίας» κρύβει κάποιο στοχασμό.

Σ’ αυτή την άσπρη τη ραχιά εναπόθεσα
τα τεκμήρια της ανάρμοστης σύγκρουσης
ανάμεσα στη φυλή και στη μοίρα μου,
αφού τώρα η φυγή
απ’ το σίγουρο μονοπάτι της σύγχυσης
και του άγχους έχει γίνει αδύνατη.
Τώρα που η ανθρώπινη μοναξιά
εσκάλωσε φωτοβόλο πετράδι
στα πλατειά νεφελώματα
δεν αρμόζουν οι σκιές της απόγνωσης
στο ταμπλό της υδρόγειας ύπαρξης.
Τώρα που εζήσαμε και γευτήκαμε ήρεμα
τη σιωπή της ουράνιας αβύσσου
μπορούμε να θάψουμε μέσα μας
τη βουή και το σάλο της πρώτης
παιδιάστικης μακρινής μας εξέλιξης.

Το βιβλίο «Μνήμες πολέμου» γράφτηκε το 1975, δέκα χρόνια μετά το πρώτο και ένα μόλις χρόνο μετά τα τραγικά γεγονότα του νησιού μας που συγκλόνισαν την ευαίσθητη ψυχή της Νάγιας Ρούσου. Χωρίζεται σε δύο μέρη: Το Α΄ ποίηση το Β΄ αρθογραφία, που, όπως έγραψε ο αείμνηστος Κατσαμπάς, ξεπερνά το χαρακτήρα της εφήμερης συνεργασίας σε εφημερίδα και αποκτά την αξία του δοκιμίου.

Πρωτοχρονιά, 1975. ... Έδωσε βόλτα το φως και σταμάτησε πάνω από το μικρό νησί, κι έσκυψε τρυφερά πάνω από μια γωνιά. ... Αγαπούσε ο ήλιος αυτή τη γωνιά. Κι επειδή είδε πολλά απροσδόκητα, πολλά λυπηρά στο μικρό νησί τους τελευταίους μήνες, πολλά σκληρά κι ανεξήγητα, νοστάλγησε μια παλιά γνώριμη γωνιά όμορφη, ζωντανή. Σταμάτησε πάνω από το γήπεδο. Δεν μπορούσε να είχε αστοχέψει στο τοπίο. Όμως το θέαμα δεν ήταν το ίδιο. Δεν ήταν κόσμος συναθροισμένος. Η άδεια γη ήταν φυτεμένη μ’ αντίσκηνα. Παντού γυάλιζε η βροχή. Στάζαν ασημιές οι στάλες απ’ τα σκοινιά. Η γη ήταν λασπωμένη. Ρούχα βρεμένα κρέμονταν από πρόχειρα σκοινιά. Κάθε τόσο βγαίναν απ’ τις τέντες άνθρωποι φτωχά ντυμένοι, με όψη θλιμμένη και περιφέρονταν.

Και σήμερα ήταν Πρωτοχρονιά. Ο ήλιος ανάπνευσε πίκρα. Ήθελε να προσπεράσει. Κατάλαβε. Είδε κι άλλα στο μικρό νησί τους μήνες που πέρασαν. Πολλά, λυπηρά. Θυμόταν το φανταχτερό, το χαρούμενο γήπεδο των περασμένων χρόνων. Το ξανάβλεπε τώρα γεμάτο προσφυγιά. Κι ήθελε να δακρύσει. Ο ήλιος πήρε να δακρύσει.

Το 1981 εκδίδεται το βιβλίο της TRANSIT, ποίηση γραμμένη στην Αγγλική Γλώσσα. Ακολουθεί το 1985 το βιβλίο «Τα κανάλια της Αριάδνης», που διακρίθηκε με κρατικό βραβείο ποίησης.

Αυτό το σπίτι στο Λευκόνοικο
δε θα το διαρρήξετε ποτέ.
Δεν ξέρετε τους δρόμους της ψυχής μας.
................................................................

Η Κύπρος ταυτίζεται με την Παναγία!

Χαίρε που αναζητούσες την αδελφοσύνη,
ξερνώντας την αξιοπρέπεια.

Χαίρε που αρπάζεις
το κοντάρι των καταθέσεων
για να βγεις απ’ το βάλτο.

Παρατηρούμε την εξοικείωση με το θάνατο.

Και άκουα τις βροντές να κελαηδούν στ’ αντίσκηνα
χωρίς προοπτική,
γεμίζοντας τα δευτερόλεπτα
με σειρές από φέρετρα
ενώ το φως εδάκρυζε μες στα στερνά χρυσάνθεμα.
Έτσι εγεννήθηκε το κρύσταλλο μέσα στη βουκεμβίλια.

.....................................................................................

Ο θάνατος, ο θάνατος.
τι γελοίος ο φόβος μας
μπροστά σ’ αυτό το ξέφωτο.

Μέσα από το θάνατο πηγάζει η ΕΛΠΙΔΑ.

Όμως σεβόμαστε
το λιόγερμα και το πρωί,
κι όλα τα δάχτυλα
των δυο χεριών μας.
Κι αν μας τα κόψουνε
στο μπλόκο κάποια αυγή
πάλι τα μάτια μας
δεξιά – ζερβά
κι από παντού
θα δέχονται
το φως και την ελπίδα.

Πού ξέρεις;
Μπορεί ως να ξημερώσει
να ’χουμε αναγνωρίσει
και να ’χουμε δεχτεί
αυτή την αποκάλυψη
της Αιωνιότητας.

Στο ποίημα «Αφή Χελιδονιών» γράφει για τη Μεσόγειο όπου τονίζει το φως, την καθαρότητα και τον Ήλιο του Ελύτη.

... Μεσόγειο,
φίλημα τ’ ουρανού
καθρέφτισμα του χρόνου.
Σ’ αυτό το πλοίο
θ’ ακουμπήσουμε τον κάματο
σαράντα πεταγμάτων.
Κύκλοι ζωής
επάλληλοι
παράλληλοι
φιλάλληλοι,
αδέρφια θα συνταξιδέψουμε.
για την άνοιξη
για πιότερο ήλιο
πιο ζεστές καρδιές.

Η ποιήτρια έχει την ικανότητα να παίζει με τις λέξεις, πράγμα που παρατηρούμε και σε άλλα ποιήματα. Κύκλοι ζωής επάλληλοι παράλληλοι φιλάλληλοι. Τρεις λέξεις με όμοιο το β΄ συνθετικό αλλά εντελώς διαφορετική σημασία. Τρεις λέξεις με πολύ βαθύ νόημα.

Και συνεχίζει:

Όρσα χελιδόνια.
Ώρα καλή
στις λεύτερες φτερούγες σας.
Κι αν η Μεσόγειο
μολύνθηκε
υπάρχουν κι άλλες θάλασσες.

Το 1988 κυκλοφορούν δύο βιβλία της. Το ένα ποίηση, «Μαρτυρία Στ’ Ασύνορα», το άλλο διηγήματα. «Ο Μπόγιας και άλλα διηγήματα».

Η Νάγια Ρούσου γράφει Αντί Προλόγου.

Αφορμή για τη συλλογή αυτή έδωσε η κινηματογράφηση τριών ντοκυμανταίρ για την τηλεόραση το 1986-7, που είχαν σκοπό τη διαφώτιση για το κυπριακό πρόβλημα. Όλα ξεδιπλώνονται μέσα στο στίχο, πάνω και πέρα από τα σύνορα που επέβαλε η τουρκική βία. Γι’ αυτό και η μαρτυρία δίνεται μεν πλάι στα σύνορα, αλλά ταυτόχρονα σπάζει το φράγμα του χώρου και του χρόνου και λειτουργεί διαχρονικά κι ασύνορα.

Έτσι δικαιολογείται και ο τίτλος με το α στερητικό στη λέξη σύνορα που την κάνει α-σύνορα.

«Απαγορεύεται»
λέει ο Ειρηνευτής,
ευπειθής
στου παιγνιδιού τους κανόνες.

«Απαγορεύεται»
να βγάζετε ταινία
του βουνού.
Ανήκει στην «εκεί» πλευρά.
Το βουνό!
Το-βου-νό.

Εκεί που σπείρανε το χώμα
οι γονιοί μας.

Όμως εγώ,
σ’ αυτό το ταξίδι
πλάι στο συρματόπλεγμα
σ’ αυτό το ταξίδι που μοιάζει με νύχτα ασέληνη
θ’ ακουμπήσω το Λόγο
θα ορθώσω το Λόγο
ντουφέκι
στ’ ασύνορα.

«Ο Μπόγιας και άλλα διηγήματα», 1988. Παρατηρούμε ότι η Νάγια Ρούσου δεν είναι μόνο άριστη τεχνίτρα στο στίχο, αλλά και στον πεζό λόγο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των πεζών της ο ποιητικός ρυθμός, από τον οποίο φαίνεται ότι δεν μπορεί να ξεφύγει, και ο οποίος δίνει περισσότερη αξία στα διηγήματα.

Το διήγημα «Ο Μπόγιας» διαδραματίζεται στο τέλος του 21ου αιώνα. Το μήνυμα είναι οικολογικό. Ενάντια στη μηχανοποίηση του ανθρώπου, στην αποξένωσή του από τη γη, τη φύση και τις αξίες της ζωής. Στο διήγημα αυτό η φαντασία της Νάγιας Ρούσου ξεπερνά κάθε όριο και λογική προκειμένου να δώσει τα μηνύματα που θέλει.

Εκτός από τον «Μπόγια» παρελαύνουν άλλα πέντε διηγήματα. Ας σταθούμε σ’ ένα από αυτά με τίτλο «Σήματα στη Μεθόριο».

Ήταν ένα κακό σκηνικό ο προσφυγικός συνοικισμός. Μόνο τα παιδιά μπορούσαν να φωνάξουν το ίδιο και στα στενοσόκακα της Ακανθούς και της Γιαλούσας και στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους εδώ πέρα, το ίδιο ζωντανά και ανέμελα. Γιατί δεν είχαν, δεν είχε αυτή η γενιά σημεία αναφοράς. Έφτιαχνε τώρα το δικό της κόσμο.

«ΟΡΓΗ ΔΕΥΤΕΡΟΓΙΟΥΝΗ», 1992. Ο τίτλος υποδηλώνει το περιεχόμενο. Από ένα ποίημα παίρνουμε την πληροφορία ότι η Νάγια Ρούσου είχε γιαγιά Μορφίτισσα και παππού Βατυλιώτη. Άρα δικαιολογημένη η οργή του Δευτερογιούνη και η δική της οργή.

Είμαι η ψυχή
που σκόρπισε,
σίδερα
τα κύτταρα
όταν βυζάχτρα η φωτιά
μου ’κοβε
του παιδιού το γάλα στην Κυθρέα.
Καταραμένος μήνας!

Δευτερογιούνη Μάγιστρε,
φονιά του κρίνου,
του κρίκου
του ονείρου ...
Πού βρήκες τόσο χαλασμό
τόσην οργή πού βρήκες
στη μέση του καλοκαιριού;
Πες μου,
γιατί μας έπνιξες,
τι θέλεις και μας πνίγεις;

Στο β΄ μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται «Φόρος Αγάπης» ξεχειλίζει η αγάπη της για τους γονείς της, για τον άντρα της, για τα παιδιά της , για την πατρίδα, για τη ζωή:

Φορώ
τα κλειδιά της καρδιάς μου,
βραχιόλι του μόχθου
στον καρπό τ’ αριστερού μου χεριού.
Σιωπώ.

Φορώ
την αχλή του ονείρου,
φόδρα στην καλημέρα μου
τα πρωινά τ’ αντίξοα.
Χαμογελώ.

Και κλείνουμε με το τελευταίο της βιβλίο «Εγκλωβισμένοι Εσπερινοί», 2005, για το οποίο θα μιλήσει πιο εκτεταμένα ο Δρας Γιώργος Κιτρομηλίδης. Μετά τον εσπερινό ακολουθεί πάντα ο όρθρος:

Μανταλωμένη η πίστη που γροικά
και προσκυνά τον Σταυρωμένο
φυλάει το σώμα το νεκρό
γιατί γνωρίζει πως και τούτο θα περάσει,
γιατί κατέχει
πως πολλοί οι εσπερινοί
αλλά πάντα ξημερώνει
αλλά πάντα η αυγή,
εκεί ...

Δεν ξέρω αν μπόρεσα, μέσα σε αυτό το ελάχιστο χρονικό περιθώριο, να δώσω μια ολοκληρωμένη εικόνα του λογοτεχνικού έργου της Νάγιας Ρούσου. Όμως χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία και η τύχη να μελετήσω το έργο της σε βάθος, να βυθιστώ στους στίχους της και να βιώσω τόσα και τόσα συναισθήματα... Θα κλείσω με ένα ποίημά της που λέει: «Κύριε, σ’ ευχαριστώ που μπόρεσα και χόρεψα ...». Εγώ θα το αλλάξω και θα πω:

Νάγια Ρούσου,

Σ’ ευχαριστώ που μπόρεσα και χόρεψα
χωρίς αναστολές
χωρίς κατάποση,
που περπάτησα σε αναμμένα κάρβουνα
που άπλωσα τα χέρια μου στο κενό
και γέμισα πληρότητα
με βουβά βιολιά
να φυτεύουν τον ήχο τους
στα κορμιά μας,
στα όνειρά μας.

Αγνή Χαραλάμπους
Φιλόλογος-συγγραφέας