Εκπομπή Πολιτιστικό Ξέφωτο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Το Ευθυμογράφημα της Εβδομάδας

Ο ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ

Πήρε ρετιρέ… Έμενε μόνος. Είχε προ πολλού χάσει τη γυναίκα του, του ‘πέφτε λίγο μεγάλο, αλλά το ενοικίασε… Είχε το λόγο του!

«Δε θέλω κανένα πάνω από το κεφάλι μου», φράση στην κυριολεξία, που την επιβεβαίωνε προσθέτοντας: «Κανένας πάνω από μένα, να μην ακούω τίποτε!»

Το προηγούμενο διαμέρισμα που νοίκιαζε βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Η από πάνω κυρία τον ξετρέλαινε από τα πάνω-κάτω με τα τακούνια της. Πήγε μια μέρα, της κτύπησε την πόρτα.
«Κυρία μου, χάθηκαν οι παντόφλες; Να φοράτε παντόφλες στο σπίτι…»
«Τι λέτε, κύριε; Εγώ παντόφλες φορώ… η από πάνω, όλη μέρα και όλη νύχτα πηγαινοέρχεται με τα τακούνια!» «Η από πάνω; Του τέταρτου; Δεν είναι δυνατό; Μα τι μόνωση έχει επιτέλους αυτή η πολυκατοικία;»

Ανεβαίνει τις σκάλες νευριασμένος. Χτυπά το κουδούνι. Ανοίγει μια ηλικιωμένη με …μπικουτί!
«κυρία μου, στα μαλλιά να βάζετε ό,τι θέλετε… στα πόδια όμως μη βάζετε τακούνια.»
«Τιιι;»
«Μη φοράτε τακούνια λέω.»
«Τι είπατε;»
Υψώνει τη φωνή του.
«Να μη φοράτε, λέω, τακούνια!»
«Λουκούμια; Πολύ μου αρέσουν! Σας ευχαριστώ πολύ», και του ρίχνει ένα χαμόγελο, δείχνοντας τα σάπια της δόντια..
«Πτου να χαθεί η παλιόγρια!» Σε λίγο καιρό μετακομίζει σε άλλη πολυκατοικία, που ήτανε και καινούρια!
“Νέα πολυκατοικία, νέοι άνθρωποι”, σκέφτεται…
Έλα όμως που οι νέοι άνθρωποι έχουνε και παιδιά;
Έκλαιγε μέρα-νύχτα το μωρό.
Δεν πήγε αυτή τη φορά στο από πάνω. Τι να τους πει; “κρατάτε το στόμα του μωρού κλειστό;”
Ήταν και οι δίπλα, που τρεις και λίγο τσακώνονταν, φώναζαν, πετούσαν αντικείμενα που έσπαζαν… χαμός!
“δε γίνεται”, σκέφτηκε “πρέπει να μετακομίσω σε ρετιρέ”.
Και πήρε, λοιπόν, το ρετιρέ, που λέγαμε…
Τακτοποιήθηκε και γεμάτος χαρά πλάγιασε να κοιμηθεί.
Κι εκεί που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, πετάγεται πάνω! Μια εξωφρενική μουσική του τρυπούσε τ’ αυτιά.
“Τι γίνεται εδώ;” αναρωτιόταν. “Από πού ακούγεται αυτή η μουσική; Από πάνω δεν υπάρχουν άλλοι…”
Κι όμως υπήρχαν από …κάτω!
“Τρου λαχτάρα! Δεν είναι δυνατόν ν’ ακούγονται και οι από κάτω!”
Κατεβαίνει με τις πιτζάμες, χτυπά το κουδούνι. Κανείς δεν ακούει μέσα στο ξέφρενο ρυθμό της μουσικής.
Χτυπά δυνατά την πόρτα, να τη σπάσει.
Με τα πολλά, ανοίγει και βλέπει πέντε-έξι νεαρούς να τον κοιτάνε από πάνω ως κάτω και να γελάνε δυνατά, όπως και η μουσική τους.
«Τι έγινε παππού;»
Το χάφτει το “παππού” και λέει μελιστάλαχτα:
«Παιδιά μου, σας παρακαλώ, χαμηλώνετε λίγο τη μουσική, να μπορέσω να κοιμηθώ, ο έρμος…»
«Άντε ρε παππού άσε μας ήσυχους και πήγαινε στο κρεβατάκι σου».
Και …μπαμ! Κλείνει με δύναμη η πόρτα.

Ανεβαίνει τα σκαλοπάτια μουρμουρίζοντας:
“Ακούς εκεί τα παλιόπαιδα να με πούνε παππού 50χρονο άνθρωπο!”
Και η μουσική δυναμώνει.
Το πρωί ολόισια στο διαχειριστή της πολυκατοικίας.
«Θα το διευθετήσουμε το θέμα», του λέει «όλοι οι ένοικοι παραπονιούνται».
Ευτυχώς σε λίγες μέρες εξαφανίστηκαν τα … παλιόπαιδα.
Ήρθε μια ευγενική κυρία με την κορούλα της.
Μα έλα που το κορίτσι μάθαινε πιάνο;

Πήγε πάλι στο διαχειριστή.
«Έλα τώρα! πιάνο, ευγενικό μουσικό όργανο, χαρά θα σου κάνει ».
Όμως δεν του ‘κανε χαρά…
Κάθε μέρα η μικρή μάθαινε το μάθημά της, γρατσουνίζοντας τα πλήκτρα… τα παίδευε, παιδεύοντας κι αυτόν.
Kαι δώσ’ του το γρατσούνισμα στα πλήκτρα και δώσ’του το κτύπημα στα νεύρα του.

Ήταν όμως και φορές που έπαιζε η μάνα. Τότε ξεχυνόταν μια γλυκιά μελωδία που του ζέσταινε την καρδιά!
Στην αρχή του άρεσε. Αργά τα βράδια τον νανούριζε και γέμιζε τη μοναξιά της ψυχής του.
Ύστερα βαρέθηκε. Η μουσική της μάνας θεσπέσια, μαγική! Αλλά εκείνο το συνεχές γρατσούνισμα…

Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να πάρει δική του μονοκατοικία. Με τις λίγες οικονομίες που είχε αγόρασε ένα σπίτι στο δάσος!
“Eδώ κανένας δε θα μ’ ενοχλεί”, σκεφτόταν.
Και πραγματικά! Ησυχία απόλυτη!
Πέρασε μια βδομάδα, πέρασαν δυο-τρεις… κάτι του έλειπε. Δεν ήταν ευτυχισμένος.
“Αυτή η απόλυτη ησυχία μού σπάει τα νεύρα”, σκεφτόταν.
Μια μέρα δεν άντεξε κι άρχισε να φωνάζει:
«Θέλω ν’ ακούσω τον ήχο των τακουνιών της κωφής γριάς! Θέλω εξωφρενική μουσική, μωρά να κλαίνε, ζευγάρια να τσακώνονται, αντικείμενα να σπάνε! Θέλω ν’ ακούσω τις νότες του πιάνου, έστω και …γρατσουνισμένες!»