Μικρά Διηγήματα:

ΡΩΓΜΕΣ ΨΥΧΗΣ... - ΔΙΗΓΗΜΑ

Το διήγημα "Ρωγμές ψυχής" έχει περιληφθεί σε τόμο που εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2015 ο Σύνδεσμος Μικρασιατών Κύπρου με τίτλο "Κύπρος-Καταφύγιο Μικρασιατών Προσφύγων".

Δυο πράγματα φέρνουν κοντά μου τη γιαγιά Μαργή... Όχι πως δεν έρχεται από μόνη της συνεχώς στη σκέψη μου, αλλά να, κάθε που σφίγγω στη χούφτα μου το χρυσό κωσταντινάτο που μου χάρισε, νιώθω την αύρα της να πλανιέται γύρω... Κι όταν ανοίγω τη χούφτα μου να το περιεργαστώ, ακούω τα βήματά της τσουκ... τσουκ να έρχεται κοντά μου, τόσο κοντά μου που σχεδόν με καίει η ανάσα της:
«Πολύ μεγάλη η αξία του, γιαβρί μ’, όχι που είναι από χρυσάφι εικοσιτεσσάρων καρατίων, αλλά που έχει την εικόνα του βασιλιά και τη χρονολογία 505 μ.Χ. να! οι αριθμοί: DVX βλέπεις;
Μη σου πω για την άλλη αξία του, τη συναισθηματική, που το κουβαλούσα μαζί με τ’ άλλα κοσμήματα μέσα στη φόδρα του σακακιού του μπαμπά, το οποίο φορούσα μέσα στον μεγάλο χαλασμό κι όλο ρωτούσα:
‘‘Μαμά! γιατί φοράω τα ρούχα του μπαμπά; Μου πέφτουνε μεγάλα, όσο κι αν προσπάθησες να τα συμμαζέψεις με τις παραμάνες...
Γιατί μου έκρυψες τα μαλλιά μου με την τραγιάσκα του μπαμπά; Είναι τόσο μεγάλη που μου κρύβει και τα μάτια...
Μαμά! γιατί μου μούντζωσες το πρόσωπο με τις στάχτες;”
Εκείνη δεν απαντούσε, μόνο έτρεχε αλαφιασμένη... Μπορεί και να μην άκουγε τη φωνούλα μου που πνιγόταν μέσα στις κραυγές και τα ουρλιαχτά του κόσμου.»


Εκτός απ’ το πολύτιμο κωσταντινάτο είναι και κάτι άλλο... Είναι ένα κάδρο με κεντημένη μια φράση. Το είχε θυμάμαι στον τοίχο απέναντι από την είσοδο.
Μια μέρα το ξεκρέμασε κι έτσι αναπάντεχα μου είπε:

«Θέλω να σου χαρίσω αυτό το κάδρο, τζοβαῒρι μ’, το κέντησα με τα χεράκια μου! Ήταν μόλις πρωτοήρθαμε στην Κύπρο. Θαρρώ πως εμένα δεν μου χρειάζεται πια. Εσύ ίσως το χρειαστείς... Να έχεις πάντα στο νου σου τα λόγια που γράφει.»

Η κορνίζα γύρω-γύρω έχει ξεθωριάσει πια, όμως τα χρώματα των λουλουδιών, που είναι κεντημένα πάνω στο βαμβακερό λευκό ύφασμα, παραμένουν αναλλοίωτα, ανεξίτηλα, έτσι ακριβώς όπως παραμένει στη μνήμη μου η γιαγιά Μαργή.
Τα χρωματιστά αυτά λουλούδια πλαισιώνουν μια φράση, που βρίσκεται στο κέντρο και που λέει:
«Μάθε να φυτεύεις λουλούδια στις ρωγμές της ψυχής σου...»
Καλλιγραφικά, λοξά γράμματα σε πράσινο χρώμα, κεντημένα με προσεγμένη ριζοβελονιά. Αυτό που μου έκανε πάντα εντύπωση είναι που στη θέση των τόνων -των οξειών θα ’λεγε η γιαγιά- υπάρχουν ροζ λουλουδάκια.
Άνθη όλων των ειδών και των χρωμάτων βρίσκονται γύρω από τη φράση αυτή, κεντημένα με διάφορες βελονιές: Ριζοβελονιά, πισωβελονιά, περαστή, πατητή, ανεβατή, ψαροκόκαλο, αλυσίδα (κασινάκι) και για τα σπόρια στο κέντρο βελονιά ροκοκό. Θαρρείς και η δημιουργός ήθελε να κάνει επίδειξη των γνώσεών της στο κέντημα.

Διαβάζοντας σήμερα τη φράση:
«Μάθε να φυτεύεις λουλούδια στις ρωγμές της ψυχής σου», σκέφτομαι πως η γιαγιά Μαργή κρατήθηκε και πάλεψε στη ζωή κάνοντας πράξη τα λόγια αυτής της φράσης. Δεν άφησε ποτέ ανοιχτές τις ρωγμές της ψυχής της να αιμορραγούν.
Θυμάμαι που μου έλεγε χαρακτηριστικά:
«Προσπαθώ να φυτεύω λουλούδια στις πληγές μου... Ωστόσο μερικές παραμένουν ανοιχτές. Τότε ανοίγω την ψυχή μου στον Ήλιο της άνοιξης και προσκαλώ τα χελιδόνια. Πάντα έρχονται και χτίζουν τις φωλιές τους εκεί... υπάρχουν πολλές ρωγμές...»

Αχ! καλή μου γιαγιά, τα χελιδόνια φεύγουν σαν έρθει ο χιονιάς, και τα λουλούδια ξηραίνονται κι αυτά από την παγωνιά.

Και τότε ερχόταν ο εφιάλτης!

“Φωτιά! ... φωτιά!... τρέξε... τρέξε γρήγορα!... Φωτιάαα!”

«Γιαγιά μου, οι γείτονες καίγουνε τα ξηρά χόρτα.»

Μα εκείνη δεν άκουγε.
Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπό της, αυλάκωνε τα μάγουλα, έσμιγε με τα δάκρυα και παραμόρφωνε το πρόσωπο που συσπαζόταν από τον τρόμο. Έσφιγγε τις γροθιές κι έτρεμε ολόκληρη! Τα μάτια της, γεμάτα φρίκη, κοιτούσαν κάπου πολύ μακριά... Τα χείλη σφιγμένα, άνοιγαν μόνο για να ελευθερώσουν τις λέξεις.

“Έρχονται! Τρέξτε προς τη θάλασσα... τρέξτεεε... Θα μας σφάξουν όλους! Βοήθεια! Βοήθειααα! ”

Εκείνες τις στιγμές που η γιαγιά χανόταν μες στο χάος της καταστροφής και ζούσε λεπτό προς λεπτό τα φρικτά γεγονότα που σημάδεψαν την αθώα παιδική της ψυχούλα, εγώ την παρακολουθούσα κι έφερνα στη μνήμη μου τις ιστορίες που μου διηγούνταν όταν ήταν ήρεμη.
«Ήμασταν μόνοι στο σπίτι μαζί με τη μάνα. Ο πατέρας μας έλειπε στον πόλεμο. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί, τούρκοι στρατιώτες, φωνές... δεν κατάλαβα καλά. Βρεθήκαμε έξω, ανάμεσα σε πολύ κόσμο, να τρέχουμε όλοι προς τη θάλασσα...»

“Τρέξτε... τρέξτε... κράτησέ με, γιαβρί μ’, από τη φούστα... κράτησε σφικτά, μην χαθείς...”

«Η μάνα χίμηξε σαν τρελή στο δρόμο κι έτρεχε... έτρεχε έχοντας δεμένα στη μέση της με σχοινιά τα πέντε μου αδέρφια. Τον Χαράλαμπο οχτώ χρονών, την Ευφημία έξι χρονών, την Αναστασία τεσσάρων, τον Χριστόδουλο τριών και την μικρή το Χαρικλάκι μας δύο χρονών, που προσπαθούσε να τρέξει προς στο αντίθετο ρεύμα, αλλά το σχοινί, που είχε δέσει σφικτά η μάνα στη μεσούλα της, δεν την άφηνε και τα ποδαράκια της παιδεύονταν. Όταν εύρισκε τη σωστή κατεύθυνση πάλι δυσκολευόταν γιατί ήταν μικρά τα βήματά της και δεν μπορούσε να συγχρονιστεί με τους άλλους. Σερνόταν κυριολεκτικά κι έκλαιγε γοερά... Ήθελα να την πάρω αγκαλιά, αλλά δεν μπορούσα, γιατί εμένα μου είπε η μάνα πως δεν θα με δέσει με το σχοινί γιατί είμαι μεγάλη –ήμουν δέκα χρονών- κι έπρεπε να την κρατάω γερά απ’ τη φούστα για να μην χαθώ. Στο δεξί της χέρι κρατούσε τον μικρό μου αδερφό τον Παντελάκη, που ήτανε έξι μηνών, και στο αριστερό ένα μεγάλο μπόγο με φαγώσιμα, ρούχα για ν’ αλλάζει το μωρό και την εικόνα της Παναγίας...»

“Φωτιά!... φωτιά!... Αχ! μαμά καίγομαι!...”

«Άκουσα κάποιο περίεργο θόρυβο, το τσιτσίρισμα της φωτιάς που δυναμώνει και ξαφνικά βλέπω ένα αναμμένο ξύλο να εκσφενδονίζεται και να πέφτει με δύναμη στο δεξί μου μπράτσο... να! εδώ που βλέπεις την ουλή... Άφησα τη φούστα της μάνας, που κρατούσα σφικτά με το αριστερό χέρι, και άγγιξα το μέρος όπου το μανίκι του σακακιού που φορούσα καιγόταν...»

“Μαμά!... καίγομαι... πονάω... μαμά πού είσαι; Μαμάαα!”

«Την είδα για μια στιγμή που έτρεχε έχοντας τ’ αδέρφια μου δεμένα στη μέση της... έτρεξα... Κάποιοι άνθρωποι, απ’ το πλήθος που ούρλιαζε, μπήκαν ανάμεσά μας... την έχασα από τα μάτια μου...»

“Μαμά!... μαμά μου πού είσαι; Μαμάαα!... πονάωωω!”

«Κάποιο χέρι με άρπαξε, μια φωνή είπε: “το παιδί χρειάζεται ιατρική περίθαλψη... είναι πληγωμένο... δεν μπορώ να το αφήσω...” Γυναίκες σπρώχνανε... παιδιά κλαίγανε... γριές λιποθυμούσανε... Βρέθηκα σ’ ένα καράβι που είπανε πως πήγαινε στην Αθήνα... Ο κόσμος πολύς, ο ένας πάνω στον άλλον... Μια γυναίκα μου ξέσκισε το τρύπιο απ’ τη φωτιά μανίκι, μου δέσανε το καμένο μου μπράτσο... Πονούσα... έκλαιγα... Ύστερα δε θυμάμαι τίποτε. Ένιωσα μια ζεστασιά και ξύπνησα στην αγκαλιά κάποιας γυναίκας...»

“Μαμά!... πού είναι η μαμά μου;... Πονάω!... μαμά πού είσαι; ”

«Αργότερα έμαθα πως η μάνα μου βρισκόταν με τ’ αδέρφια μου στη Θεσσαλονίκη. Με κράτησε εκείνη η γυναίκα, η κυρία Κατίνα. Ήτανε κι αυτή από τη Σμύρνη και είχε τρία παιδιά. Δεν με ξεχώρισε ποτέ από τα δικά της. Της πρότεινα να της δώσω τα κοσμήματα που είχα κρυμμένα στο σακάκι του πατέρα που φορούσα εκείνη τη μέρα... Δεν τα πήρε. Είπε πως έπρεπε να τα φυλάξω, γιατί θα τα χρειαζόμουν.

«Θυμάμαι που κάθε μέρα μ’ έπαιρνε απ’ το χεράκι, πηγαίναμε εκεί που ήταν ο Ερυθρός Σταυρός και ρωτούσαμε να μάθουμε πού ήταν η μάνα μου. Αυτό κράτησε πολλούς μήνες, γιατί εγώ εκτός απ’ τ’ όνομά της και τ’ όνομα του πατέρα δεν ήξερα καμιά άλλη πληροφορία να τους δώσω. Ο κόσμος ήτανε πολύς πού να βρεθεί μια μάνα χωρίς επώνυμο στη Θεσσαλονίκη... Ευτυχώς που μ’ έψαξε αυτή... Ύστερα από ένα χρόνο βρέθηκα στην αγκαλιά της.»


Κάποια στιγμή το μυαλό μου επιστρέφει από τις αναμνήσεις της δεκάχρονης Μαργής και σταματά στην ογδοντάχρονη γιαγιά μου. Στέκεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και κοιτάζει έξω... Ο αέρας συνεχίζει να φέρνει τη μυρωδιά του καμένου χόρτου κι εκείνη συνεχίζει να την μπερδεύει με τη μυρωδιά της φωτιάς της μεγάλης καταστροφής του 1922 στην πατρίδα της τη Σμύρνη. Γίνεται πάλι η δεκάχρονη Μαργή και το κορμί της τραντάζεται από τους λυγμούς.

“Μαμά!... Πού είσαι; Πονάωωω...”

«Στα δώδεκα μου χρόνια βρέθηκα μαζί με τη μάνα μου και τ’ αδέρφια μου στην Κύπρο. Για μια καλύτερη ζωή, χωρίς κατατρεγμούς... Τα παιδιά στο σχολείο στη Θεσσαλονίκη, μας φώναζαν “τουρκάκια”, κλαίγαμε κάθε μέρα και η μάνα δεν το άντεξε αυτό. Έλεγε ότι εμείς που ζούσαμε μακριά από την Ελλάδα είμαστε περισσότερο Έλληνες!
Η Κύπρος, μια μεγάλη αγκαλιά, μάς δέχτηκε... Ήταν εκείνη η αγκαλιά της Μάνας που κρατάει τρυφερά τα παιδιά της, τα πονάει, τα φροντίζει και τα προστατεύει.
Βρήκαμε στην αρχή μια οικογένεια που άνοιξε το σπίτι της και μας φιλοξένησε. Ήμασταν η μάνα, εγώ και τα έξι αδερφάκια μου. Μικρά σπουργιτάκια που τρέμαμε απ’ την παγωνιά... Μια παγωνιά που έβγαινε από μέσα μας και απλωνότανε γύρω μας.
Η κυρία Αντρούλα άνοιξε τις πελώριες φτερούγες της και μας έκλεισε μέσα για να ζεσταθούμε. Είχε τρία παιδιά δικά της κι άλλα τέσσερα απ’ τον πρώτο γάμο του συζύγου της, που πέθανε. Γίναμε δεκατέσσερα. Χήρα κι αυτή σαν τη μάνα μας.
“Ο Θεός θα βοηθήσει”, έλεγε κι έκανε το σταυρό της.

«Μέχρι να βρει δουλειά η μάνα και να νοικιάσουμε μια κάμαρη πέρασαν δεκαπέντε μήνες.
Δεν μας έλειψε τίποτε στο σπίτι της θείας Αντρούλας. Καμιά φορά έδινε λιγότερο φαγητό στα παιδιά της, για να χορτάσουμε εμείς τα προσφυγόπουλα, όπως μας αποκαλούσαν.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι που στην Κύπρο κανείς ποτέ δεν μας φώναξε “τουρκάκια”...»


Η γιαγιά Μαργή, σαν τέλειωνε τη διήγηση, έπαιρνε στα χέρια μια κιτρινισμένη φωτογραφία όπου φαίνονταν οι δυο μανάδες και τα δεκατέσσερα παιδιά. Μου έδειχνε πρώτα τον εαυτό της (ένα κοκαλιάρικο κοριτσάκι) και απαριθμούσε ένα- ένα τ’ αδέρφια της. Να εδώ είναι ο Χριστόδουλος! Για κοίτα την Ευφημία μας! Εδώ είναι ο Χαράλαμπος... Ύστερα το χέρι της σταματούσε στη μια απ’ τις δυο μανάδες. Χάιδευε τη μορφή της κυρίας Αντρούλας και ψιθύριζε: “Ο Θεός ας αναπάψει την ψυχούλα της, που ξεχείλιζε από αγάπη”.
Κι εγώ βλέποντας τα παιδιά στη φωτογραφία, δεκατέσσερα στον αριθμό, όλα αδυνατισμένα, ταλαιπωρημένα, θλιμμένα, θυμόμουνα το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου: “Τα δεκατέσσερα παιδιά”.
...Κι έβλεπες πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου.
Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα.
Τα μάτια τους θύμιζαν σταγόνες σε τζάμια:
« Έλεος! Έλεος! Έλεος!...»
Τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να ’θελες
να τους κόψεις την ευτυχία στα μέτρα τους,
ενώ η άρπα συνέχιζεν απαλά μες στον ύπνο σου:
«Ό,τι θέλει κανείς μπορεί να φτιάξει με την αγάπη.»...

Και η γιαγιά Μαργή, που μάντευε πάντα τη σκέψη μου συνέχιζε:
«Έραβε με τα δυο της χέρια η κυρία Αντρούλα δεκατέσσερις φορεσιές... Ζύμωνε με τα δυο της χέρια δεκατέσσερα χριστόψωμα...
Κι εγώ κεντούσα. Η μάνα ήτανε από τις καλύτερες κεντήστρες στη Σμύρνη και μ’ έμαθε την τέχνη του κεντήματος. Εκείνη δούλευε πλύστρα σε διάφορα σπίτια, επειδή ήθελε χρόνο το κέντημα, ήτανε λεπτοδουλειά όπως έλεγε. Κι έτσι ανέλαβα εγώ αυτή τη δουλειά. Όλη μέρα στόλιζα με το βελόνι τραπεζομάντιλα, πετσέτες, σεντόνια, μαξιλαροθήκες και ό,τι άλλο χρειαζόταν μια κοπέλα για την προίκα της. Πηγαίναμε μαζί με την κυρία Αντρούλα που ήξερε και τα πουλούσαμε στα πλουσιόσπιτα. Κεντούσα επίσης “Καλημέρες” με λουλούδια και φράσεις σαν κι αυτήν... »


Σφίγγω με συγκίνηση στην αγκαλιά μου το κάδρο με την κεντημένη φράση της γιαγιάς Μαργής: «Μάθε να φυτεύεις λουλούδια στις ρωγμές της ψυχής σου...»
Τη βλέπω ολοζώντανη μπροστά μου.
Ακούω τα βήματά της... τσουκ... τσουκ...
Πλησιάζει, με αγκαλιάζει:
«Κλείσε το παράθυρο τζοβαῒρι μ’, έρχεται βροχή!»

Σε λίγο ο ουρανός σκοτεινιάζει. Μια αστραπή και ξαφνικά η δυνατή βροχή ακούγεται στα κεραμίδια του σπιτιού. Η γιαγιά προχωρεί προς το παράθυρο. Χοντρές στάλες χτυπούν με μανία το τζάμι.

«Αυτές οι βροχές είναι διαμάντια για τους χωρικούς!...
Θυμάμαι, γιαβρί μ’, πόσο έλαμπε το διαμάντι στο δαχτυλίδι της προγιαγιάς σου... Ήταν το μόνο που κράτησε...»


Έτσι ήταν η γιαγιά Μαργή! Μια λέξη μόνο αρκούσε για να κάνει τη σκέψη της να πετάξει από το ένα θέμα στο άλλο...
Τώρα παρακολουθεί με προσοχή τη βροχή.
«Για κοίτα, γιαβρί μ’ τις στάλες που χτυπούν στο τζάμι, μοιάζουν θαρρείς με πολύτιμα πετράδια...»

Απλώνει το χέρι και το ακουμπά στο τζάμι.

«Δες πόση λάμψη έχουν αυτά τα διαμάντια!»

Καθώς ακουμπά το χέρι στο τζάμι και χαϊδεύει τις χοντρές στάλες, μοιάζει ν’ ανοίγει την ψυχή της στη βροχή, έτσι ακριβώς όπως την άνοιγε στον Ήλιο της άνοιξης...
Και ξαφνικά το πρόσωπο της γιαγιάς αλλάζει έκφραση. Δεν μοιάζει σημαδεμένο απ’ τον πόνο, δεν είναι λυπημένο, ούτε θλιμμένο... είναι γαλήνιο, ήρεμο, και το φωτίζει μια περίεργη λάμψη!
Αυτές οι στάλες της βροχής είναι λυτρωτικές...
Θαρρείς και μπαίνουν μέσα της, κυλάνε στις ρωγμές και τις ξεπλένουν, τις καθαρίζουν...
Είναι το ξέβγαλμα του πόνου της ψυχής της!

Αγνή Χαραλάμπους