6 Δεκεμβρίου 2014
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,
Είναι με πολύ μεγάλη χαρά που παρουσιάζω σήμερα το βιβλίο του Πέτρου Παπαδόπουλου, γιατί ευκαιρίες σαν κι αυτή σπάνια δίνονται σ’ έναν εκπαιδευτικό, να παρουσιάσει, δηλαδή, το βιβλίο κάποιου μαθητή. Πόσο μάλλον όταν αυτό το πνευματικό δημιούργημα είναι ισάξιο με αυτά των ώριμων συγγραφέων.
Νιώθω πραγματικά περήφανη που ένας μαθητής μας έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα τόσο σημαντικό έργο, γιατί δεν είναι δα και εύκολο πράγμα να γράψεις ένα βιβλίο.
Θα μου πείτε: βιβλία γράφουν πολλοί... Ναι, αλλά βιβλία σαν αυτό που έχω στα χέρια μου είναι πολύ δύσκολο να βρεις.
«Ματωμένα όνειρα», λοιπόν του 16χρονου Πέτρου Παπαδόπουλου, κι αμέσως ο τίτλος μας παραπέμπει σε... δακρύβρεχτες ιστορίες... Κι όμως στο βιβλίο αυτό δε συναντούμε μόνο το δάκρυ, αλλά και το γέλιο και τη χαρά. Επειδή ο νεαρός μας συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά ότι ο αναγνώστης πρέπει ν’ αποφορτίζεται και να μην βυθίζεται συνέχεια μες στον πόνο και τη θλίψη.
Ωστόσο το βασικό θέμα παραμένει: είναι τα όνειρα που μάτωσαν.
Η ιστορία ξεκινά από τις τραγικές στιγμές του 1974, όπου μια οικογένεια: Ο Γιάννης η Χριστίνα και το παιδί τους η Μαρία, γίνονται μάρτυρες της τουρκικής βιαιότητας. Ο Γιάννης συγκρούεται με έναν Τούρκο στρατιώτη και η Χριστίνα αναγκάζεται να τον σκοτώσει με μια πέτρα για να γλιτώσει τον άντρα της. Λίγο πιο πριν η οικογένεια έχει βρεθεί αντιμέτωπη μ’ ένα φρικτό συμβάν: την ανεύρεση ενός μικρού κοριτσιού που το κρατούσε στη νεκρή αγκαλιά της η μητέρα. Παίρνουν το βρέφος και φεύγουν μακριά.
Η οικογένεια αναγκάζεται να φύγει από την Κύπρο. Αρχικά φτάνουν στο Παρίσι, όπου η μικρή Φάνη, το κοριτσάκι που βρήκαν, τυφλώνεται και η Χριστίνα, η μητέρα, καταλήγει στη φυλακή γιατί έκλεψε ένα ... χαλούμι. Ένα χαλούμι που της θύμισε την πατρίδα και δεν είχε λεφτά για να το πάρει. Όταν τελικά τα καταφέρνει να ελευθερωθεί βρίσκονται πάλι μπροστά στο δίλημμα της φυγής, γιατί ο Τούρκος στρατιώτης που σκότωσε η Χριστίνα στον πόλεμο ήταν γαλλικής υπηκοότητας και τους καταζητούσε η Ιντερπόλ για φόνο. Tη φορά αυτή καταλήγουν στον Καναδά. Ύστερα από πολλές περιπέτειες φεύγουν πάλι για τη Νότιο Αφρική. Εκεί η Μαρία, η κόρη τους ερωτεύεται έναν μαύρο. Ο Γιάννης που τώρα έχει πλουτίσει, απορρίπτει το γαμπρό γιατί δεν έχει περιουσία. Έτσι χάνουν την κόρη τους που φεύγει μαζί με τον αγαπημένο της. Εκεί στην Αφρική ζουν την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο της το μεγαλείο. Τελικά ο Γιάννης αποδέχεται τον έγχρωμο γαμπρό και γίνεται ο γάμος της Μαρίας. Μια χαρούμενη πινελιά στην πολυτάραχη ζωή τους. Η τυφλή Φάνη αρχίζει να γράφει στον υπολογιστή ένα μυθιστόρημα. Η Χριστίνα ύστερα από ένα δυστύχημα μένει ανάπηρη. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και αποτυχημένες χειρουργικές επεμβάσεις, καταφέρνει με τη δύναμη της θέλησής της, να περπατήσει. Στο μεταξύ η Φάνη, μετά από μια πετυχημένη χειρουργική επέμβαση, ξαναβρίσκει το φως της. Τα χρόνια κυλούν και η Χριστίνα, γριά πια αποκαλύπτει στη Φάνη ότι δεν είναι η πραγματική της μητέρα. Ο Γιάννης πεθαίνει και οι δυο γυναίκες επιστρέφουν, επιτέλους στην Κύπρο. Η Φάνη κάτω από απίστευτες και περίεργες συνθήκες συναντά τον αδερφό της. Μετά από λίγο καιρό γίνεται διπλός γάμος, όπου παντρεύονται τα δυο αδέρφια με τα άτομα που αγάπησαν. Στο γάμο έχουμε τη μεγαλύτερη ανατροπή, που κανένας από εσάς δεν μπορεί να φανταστεί. Μιλάμε για πολύ μεγάλη φαντασία του συγγραφέα.
Η Φάνη τελειώνει το μυθιστόρημά της κι έρχεται η μεγάλη μέρα της παρουσίασης. Βρισκόμαστε στο σήμερα και ο συγγραφέας μέσ’ από τα λόγια της Φάνης, στην ομιλία της με την ευκαιρία της παρουσίασης του βιβλίου της, εκφράζει τους προβληματισμούς του για τις κρίσιμες μέρες που περνάμε και δίνει αισιόδοξα μηνύματα για το μέλλον.
Και τώρα ας δούμε αναλυτικά το βιβλίο. Η δομή του μυθιστορήματος χτίζεται πολύ έντεχνα και προσεχτικά. Ο συγγραφέας μπαίνει αμέσως στο θέμα χωρίς περιττολογίες και καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως το τέλος. Το κουβάρι του μύθου ξετυλίγεται με μαεστρία καθώς η φαντασία του νεαρού συγγραφέα καλπάζει πραγματικά. Όλα τα γεγονότα που παρουσιάζει είναι φανταστικά. Κι όμως ο αναγνώστης έχει την εντύπωση πως έχουν συμβεί στην πραγματικότητα.
Η γλώσσα απλή, στρωτή, κατανοητή, στολισμένη με όμορφα επίθετα και καλολογικά στοιχεία. Ο λόγος του καθαρός, ρέει κελαρυστός χωρίς δεσμευτικές κοινοτοπίες, γνήσιος και πρωτότυπος, υφασμένος από πηγαίες ψυχοπνευματικές παρορμήσεις όταν ο νεαρός συγγραφέας δεν έχει βιώματα. Ο αναγνώστης, μαγνητισμένος, θαρρείς, από τη νεανική φρεσκάδα του λόγου, ανιχνεύει μέσα από τις λέξεις και φράσεις ένα μεστό και ώριμο στοχασμό. Η πληθώρα των λέξεων και φράσεων πλαταίνουν τη σημασία και το νόημα όπως η φράση: «Το γράμμα προς τον ευεργέτη της το έγραψε η Χριστίνα. Καθώς το έγραφε τα δάκρυά της το στόλιζαν και το άγιαζαν». Κι ένα παράπονο των παιδιών του ευεργέτη τους προς τον πολυάσχολο γιατρό-πατέρα: «Πιο πολύ υποφέρουμε από την καθημερινή δική σου απώλεια. Σώζεις ζωές αλλά καταστρέφεις τις δικές μας». Και μια άλλη χαρακτηριστική φράση, όπου αντί ο συγγραφέας να γράψει τη συνηθισμένη λέξη «πέθανε» γράφει: «Του Γιάννη του ’καμε τραπέζι ο Χάρος».
Εύστοχες παρομοιώσεις κοσμούν την αφήγηση όπως για παράδειγμα:
«Τα δάκρυά της κατρακυλούσαν όπως κατρακυλούν πάνω στα τριαντάφυλλα οι πρωινές δροσοσταλίδες από τα φύλλα στο χώμα». « Όλα χάνονται σαν τα πρωτοβρόχια που τα ρουφά το διψασμένο χώμα». «Αγκαλιάστηκαν κι έσφιξαν ο ένας τον άλλο σαν το στρείδι ...»
Λεπτομερείς περιγραφές συναντούμε επίσης σε πολλά σημεία του βιβλίου όπως για παράδειγμα η πορεία μιας σφαίρας κατά την τουρκική εισβολή του ’74.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
« Μια σφαίρα τρύπωσε από το παράθυρο του σαλονιού, θρυμμάτισε το τζάμι, χτύπησε την τηλεόραση. Ένα θραύσμα του γυάλινου κουτιού, πετάχτηκε κι έσπασε το γυαλί της πόρτας. Έπειτα ρίχτηκαν ακόμα τρεις πυροβολισμοί. Η σφαίρα που έστειλε ο πρώτος έξυσε την ντουλάπα και θρυμμάτισε μια φωτογραφία. Του δεύτερου η σφαίρα διέσχισε το παράθυρο και σφηνώθηκε στον τοίχο. Η τελευταία σφαίρα έκανε συντρίμμια το παράθυρο, έσπασε ένα μπιμπελό, έξυσε το σύνθετο και βγήκε έξω από το άλλο παράθυρο και σφηνώθηκε σε μια γέρικη ελιά».
Οι διάλογοι, επίσης, που είναι συχνοί, δίνουν ζωντάνια και παραστατικότητα. Παρόλο που τα γεγονότα είναι φανταστικά παρουσιάζονται τόσο ζωντανά που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα ζει. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, συμπάσχει και συμμερίζεται την αγωνία των ηρώων του μυθιστορήματος.
Οι χαρακτήρες των ηρώων είναι τόσο τέλεια δοσμένοι, ώστε ο αναγνώστης ταυτίζεται απόλυτα μαζί τους. Το εκπληκτικό είναι ότι ο συγγραφέας, παρόλο που δεν έχει ζήσει τον πόλεμο του ’74 και τα γεγονότα δεν μπορούν να πηγάζουν από προσωπικές μαρτυρίες όπως συμβαίνει συνήθως με τους πλείστους συγγραφείς οι οποίοι μπορούν να εκφραστούν πιο ελεύθερα και πιο παραστατικά μέσα από τις εμπειρίες και τα βιώματά τους, εντούτοις επιτυγχάνει να παρασύρει τον αναγνώστη και με τις πιο πειστικές περιγραφές του να τον κάνει να έχει την αίσθηση ότι το βιβλίο γράφτηκε από πολύ έμπειρο χέρι ή τουλάχιστον καθοδηγούμενο από κάποιο πρόσωπο που έζησε τα γεγονότα. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση του, που κανένας δεν του διηγήθηκε τα γεγονότα. Στην ερώτησή μου αν η γιαγιά ή κάποιος άλλος της οικογένειας του μίλησε για την τουρκική εισβολή του ’74, ο Πέτρος απάντησε: «Κανένας και ποτέ δεν μου μίλησε!» «Τότε πώς;» ήρθε αυθόρμητα η δική μου ερώτηση. «Με τη φαντασία μου», μου απάντησε.
Αγαπητοί μου,
Η περίπτωση του Πέτρου Παπαδόπουλου είναι από αυτές που οι ειδικοί υψώνουν τα χέρια ψηλά. Δημιουργείται η εύλογη απορία. Πώς μπόρεσε ένα δεκαεξάχρονο παιδί να περιγράψει τόσο παραστατικά και ζωντανά τα γεγονότα; Έβαλε την αχαλίνωτη φαντασία του να δουλέψει και να πλάσει τους ήρωές του, που καθόλου δεν διαφέρουν από τους πραγματικούς. Μέσα από τη φαντασία του δημιουργεί περιστατικά, σκηνές, εικόνες και πετυχαίνει να δώσει πλήθος συναισθημάτων που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δεν έχω λόγια να πω. Αυτό μόνο ένα παιδί-θαύμα θα μπορούσε να το πετύχει. Θα διαπιστώσετε του λόγου το αληθές διαβάζοντας το βιβλίο και θα αναρωτηθείτε κι εσείς όπως κι εγώ. «Πώς είναι δυνατόν;»
Φαντασία, εξυπνάδα κι ευστροφία δουλεύουν μέσα στο μυαλό του συγγραφέα για να επινοήσει την τεχνική του και να παρουσιάσει τις περιπέτειες των ηρώων του αληθινές, χωρίς κανένα κενό. Όταν οι ήρωές του τρέχουν κυνηγημένοι από χώρα σε χώρα πάντα έχουν μια αληθοφανή δικαιολογία για τη φυγή τους.
Όπως αποδεικνύεται όλα είναι μελετημένα και προσεγμένα και τίποτε δεν αφήνεται στη τύχη. Μετά το Παρίσι ο Καναδάς έχει πλούσιο έδαφος για περιπέτειες. Η επιλογή της Νότιας Αφρικής ως ο επόμενος σταθμός της οικογένειας δεν είναι καθόλου τυχαίος. Δίνεται έτσι η ευκαιρία στο συγγραφέα να αναδείξει πολλά κοινωνικά προβλήματα όπως ο ρατσισμός, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο φανατισμός, η φτώχια, τα ναρκωτικά, η επιθετικότητα, η εγκληματική πράξη του βιασμού και πολλά άλλα. Σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα όπως η προώθηση της πορνείας, τα ναρκωτικά και ο αλκοολισμός συναντούν οι ήρωες του βιβλίου και στην Κύπρο με τον επαναπατρισμό τους.
Τέλεια η περιγραφή των προσώπων και των χαρακτήρων, ώστε τα πρόσωπα να παρουσιάζονται ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Αναφέρουμε εδώ ένα παράδειγμα:
«Μια περίεργη μορφή εμφανίστηκε. Ήταν ένας ψηλός, λεπτός, γεροδεμένος άντρας γύρω στα πενήντα. Είχε σγουρά κατσαρά μαλλιά και τετραγωνισμένο κεφάλι. Το πηγούνι του ήταν μυτερό σαν τη μύτη του ακοντίου. Τα μάτια του έμοιαζαν σαν λαμπερά σμαράγδια και τα φρύδια του καμαρωτά σαν φίδια που έζωναν τα μάτια του. Η μύτη του ήταν γαμψή και τ’ αφτιά του πεταχτά. Στο αριστερό του μάγουλο είχε μια τριχωτή ελιά».
Κάπου κρυμμένος φανερώνεται κι χαρακτήρας του νεαρού συγγραφέα. Μια φύση ανήσυχη και στοχαστική με φαντασία, ευστροφία κι εξυπνάδα που ξεπερνούν τα φυσιολογικά όρια. Διακρίνεται μια ευαισθησία αλλά παράλληλα μια εσωτερική δύναμη, ένας σπάνιος δυναμισμός που σε συνδυασμό με τις ευαίσθητες χορδές δημιουργεί μια απίστευτη συγγραφική μελωδία. Μια μελωδία που ξεχύνεται απ’ όλες τις σελίδες του βιβλίου. Άλλοτε σκληρή φτάνει στο κρεσέντο του πόνου κι άλλοτε γλυκιά κι απαλή ξαλαφρώνει τη φορτισμένη ψυχή του αναγνώστη. Αυτό επιτυγχάνεται και με το χιούμορ, αναγκαίο στοιχείο για ψυχική αποφόρτιση. Ένα παράδειγμα:
«Φύγετε από το σπίτι μου, φώναξε με οργή η Μαργκότ αρπάζοντας ένα βάζο από το τραπέζι και ρίχνοντάς το στο κεφάλι του γιατρού. Το βάζο διέσχισε σαν βολίδα τον αέρα και έσπασε το κεφάλι του γιατρού.
- Παναγία μου, ούρλιαξε η Χριστίνα.
- Ένα γιατρό, φώναξε ο Γιάννης.
- Να τον στο πάτωμα, είπε με διαβολικό χαμόγελο η Μαργκότ.»
Η περιγραφή του γάμου της Μαρίας καθώς και το διπλού γάμου της Φάνης και του αδελφού της, τοποθετημένα σε καίρια σημεία, προκαλούν συναισθήματα χαράς και διαλύουν για λίγο τα σύννεφα της βαριά ατμόσφαιρας.
Ένα άλλο γεγονός που βοηθά τον αναγνώστη να χαλαρώσει και να γελάσει είναι όταν τα τρία σκανταλιάρικα παιδιά του γιατρού, που τους φιλοξενούσε στον Καναδά, επινόησαν πλαστά ερωτικά γράμματα για να χωρίσουν το αγαπημένο ζευγάρι, το Γιάννη και η Χριστίνα.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πηγάζει και το θρησκευτικό στοιχείο, απαραίτητο στοιχείο για τη διαμόρφωση το χαρακτήρα των νέων. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
«Αν είναι θέλημα Θεού να περπατήσω, θα περπατήσω. Αν είναι θέλημα Θεού να μείνω για πάντα ανάπηρη, θα μείνω. Όμως εγώ δεν πρόκειται να χάσω τη δύναμή μου».
Και πολύ καιρό αργότερα, όταν κατάφερε να περπατήσει, φωνάζει:
- Απίστευτο! Περπατώ! Το πίστεψα και τα κατάφερα. Περπατώ! Μεγάλος είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!
Και όταν η Φάνη συγχωρεί τον αδελφό της λέει:
«Ο Χριστός μας έμαθε το αγαπάτε αλλήλους. Η συγχώρεση είναι το παν. Σε συγχωρώ, σε αγαπάω, αδελφέ μου.
Έντονος πατριωτισμός φανερώνεται σε πολλά σημεία. Παράλληλα μια συνεχής και βασανιστική νοσταλγία της κατεχόμενης μακρινής πατρίδας ταλανίζει τις ψυχές των ηρώων του μυθιστορήματος.
Και σε κάποιο άλλο σημείο, όπου φαίνεται η αγάπη του νεαρού συγγραφέα για τη φύση, η Χριστίνα λέει:
«Τώρα είναι άνοιξη στην Κύπρο. Θα ανθίζουν οι γαριφαλιές και τα άλλα λουλούδια. {;;;;]σκέτος μόσχος και ο Πενταδάχτυλος θα έχουν ντυθεί στα πράσινα. Σαν πέρλα θα στολίζει την Κερύνεια η θάλασσα. Τα πουλιά θα κελαηδούν και θα ήρθαν τα χελιδόνια. Όμως εμείς θα είμαστε μακριά».
Κάτι ακόμα που προσδίδει ιδιαίτερη αξία στο βιβλίο είναι οι πολλές ανατροπές που αυξάνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος μετά το σοκ των πρώτων πετυχημένων ανατροπών προετοιμάζεται ψυχολογικά για την επόμενη μεγάλη ανατροπή. Την περιμένει καθώς άρχισε να μαθαίνει τους ελιγμούς το συγγραφέα. Ωστόσο αν και προετοιμασμένος συγκλονίζεται όταν βρίσκεται μπροστά στην πιο μεγάλη ανατροπή, την οποία να μου επιτρέψετε για ευνόητους λόγους να μην αναφέρω.
Συναισθήματα χαράς, λύπης, ελπίδας, φόβου, θυμού, αγάπης, απαισιοδοξία, αλλά και ελπίδας και αισιοδοξίας. Ο αναγνώστης έχει να πάρει πολλά μηνύματα όπως:
«Ποτέ δεν πρέπει να παρατάς τα όνειρά σου. Οι δυσκολίες πρέπει να σε δυναμώνουν για να συνεχίζεις τον αγώνα. Δεν πρέπει να τα παρατάς ούτε να τα βάζεις κάτω».
Επίσης μηνύματα ελπίδας και αισιοδοξίας για τη σύγχρονη κρίση στην Κύπρο δίνει ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου με την πολύ εύστοχη τοποθέτηση της ομιλίας της Φάνης κατά την παρουσίαση του βιβλίου:
«Ας αγωνιστούμε με όπλα μας την πνευματική καλλιέργεια και την παιδεία. Ας αγωνιστούμε για να τερματίσουμε την παράνομη κατοχή. Να τερματίσουμε την έχθρα και τους πολέμους. Να τερματίσουμε την απληστία και την αιματοχυσία. Ας δώσουμε λόγο στην ύπαρξή μας και ας δημιουργήσουμε έναν κόσμο όπου η πρόοδος και η επιστήμη θα οδηγούν στη χαρά όλων των συνανθρώπων μας».
Μέσα από τα λόγια της Φάνης ανακαλύπτουμε τον ίδιο τον Πέτρο που με μια σπάνια ωριμότητα, καταπληκτική θα ’λεγα, μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τα όνειρά του, αφού εκπηγάζουν ιδέες, διδάγματα, αξίες και ιδανικά. Οι παρορμήσεις του έρχονται μεν από τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του αλλά είναι συνυφασμένες με το ρεαλισμό του σύγχρονου πνεύματος. Ο νεαρός συγγραφέας τολμά να καυτηριάσει τα κακώς έχοντα της κοινωνίας μας με απίστευτη ωριμότητα. Κλείνει το μυθιστόρημα με μια προτροπή προς τους αναγνώστες για αγώνα. Ονειρεύεται το αύριο χωρίς δυστυχία, πολέμους, κατοχή, προσφυγιά, πείνα, κρίση και οικονομικά αδιέξοδα.
Διαβάζοντας τα «Ματωμένα όνειρα» περιπλανιέσαι στους κόσμους της αγάπης, της ανθρωπιάς, της αξιοπρέπειας. Πατάς γερά πάνω στη βία, την ψευτιά, την απανθρωπιά και το ρατσισμό, τη σκληρότητα, αλλά δεν αφήνεις να λερώσουν την ψυχή σου. Έτσι ακριβώς κάνουν και οι ήρωες του βιβλίου, που ύστερα από τόσους φόβους και πίκρες, διερχόμενοι από χίλια μύρια κύματα, φτάνουν στη λύτρωση. Η άδολη αγάπη σαν λαμπρός φωτεινός ήλιος σκορπίζει τη βαριά συννεφιά του πόνου, φυτεύει λουλούδια στην ψυχή και χορεύει χέρι χέρι με την Ελπίδα. Οι λαμπερές ηλιαχτίδες καθαρίζουν τα μολυσμένα αίματα που βρίσκονται στα όνειρα και από «ματωμένα όνειρα» τα μετατρέπουν σε φωτεινά όνειρα.
Από καρδιάς ευχαριστώ τον Πέτρο Παπαδόπουλο που μου έδωσε την ευκαιρία να μελετήσω σε βάθος τις σκέψεις του, να ζήσω την πολυτάραχη ζωή των ηρώων του, να σεργιανίσω στους δρόμους της αγνής ψυχής του και φτάνοντας μαζί του στ’ ανθισμένα μονοπάτια της γαλήνης που χαρίζει η λύτρωση, να τολμήσω όπως κι αυτός να κοιτάξω κατάματα τον λαμπερό ήλιο.
Τον συγχαίρω και του εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το πρώτο του αυτό βιβλίο. Είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα μας χαρίσει καινούριους λαμπρούς καρπούς που τόση ανάγκη έχει η λογοτεχνία μας και κυρίως οι νέοι μας. Θα κλείσω με μερικούς στίχους το Καβάφη:
«Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο,
πρέπει να είσαι περήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφτασες λίγο δεν είναι,
τόσα που έκανες, μεγάλη δόξα!
Κι αυτό το σκαλί το πρώτο
πολύ απ’ τον κοινό τον κόσμο απέχει».
Αγνή Χαραλάμπους
Φιλόλογος-συγγραφέας