Παρουσίαση του βιβλίου της Λεϊλά Κιράλπ “Το άσπρο βρεγμένο μαντήλι που μοιραστήκαμε”

4 Δεκεμβρίου 2013 - Δημοσιογραφική Εστία - Λευκωσία.

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι,

Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μου δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσω το βιβλίο της Λεϊλά Κιράλπ «το άσπρο βρεγμένο μαντίλι που μοιραστήκαμε», γιατί είναι ένα βιβλίο που μας στέλνει πολλά μηνύματα. Mα πάνω απ’ όλα μας θυμίζει ότι είμαστε όλοι άνθρωποι, ανεξάρτητα θρησκείας ή εθνικότητας.

Όταν τα όπλα σώπασαν, μίλησαν οι καρδιές!

Ήταν οι καρδιές μιας Ελληνοκύπριας και μιας Τουρκοκύπριας που ο πόνος τις έσμιξε κι έγιναν μια καρδιά, που χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό.

Ναι, όταν τα όπλα σώπασαν, έσμιξαν οι καρδιές!

Και το εκπληκτικό είναι, που αυτό το σμίξιμο δεν συνέβηκε αρκετό καιρό μετά τον πόλεμο του 74, που, όπως όλοι ξέρουμε, σαν ο χρόνος περάσει, καταλαγιάζουν τα πάθη και τα μίση. Συνέβηκε ακριβώς μόλις σώπασαν τα όπλα, όταν ο αντίλαλος των εκρήξεων και των βομβών ηχούσε ακόμα, όταν οι φωτιές του πολέμου δεν είχαν σβήσει...
Η 19χρονη τότε Λεϊλά έπρεπε, όπως ήταν φυσικό να έχει μέσα της το μίσος και το πάθος της εκδίκησης, για όσα κακά της προξένησε αυτός ο πόλεμος.
Είχε όμως μόνο καρδιά και τον πόνο της! Κανένα απολύτως άλλο συναίσθημα. Δεν είδε την κ. Μαρία σαν ένα άτομο από την αντίπερα όχθη, αλλά σαν άνθρωπο, σαν μια μάνα, πάνω στο στήθος της οποίας ακούμπησε το κεφάλι της, ακούμπησε τον πόνο της και την πληγωμένη της καρδιά.

Η κ. Μαρία από την άλλη, το ίδιο πονεμένη, διωγμένη από το σπίτι της, δεν αισθάνθηκε μίσος, ένιωσε μόνο αγάπη, και σαν μεγαλύτερη, άφησε τη Λεϊλά να της διηγηθεί την ιστορία της, να ξαλαφρώσει να λυτρωθεί...

Το βιβλίο «το άσπρο βρεγμένο μαντήλι που μοιραστήκαμε», γράφτηκε από τη Λεϊλά στην τουρκική γλώσσα και μεταφράστηκε στα Ελληνικά από το γιο της Σιεβκί Κιράλπ.
Η μετάφραση είναι εξαιρετική, προσεγμένη και πολύ μελετημένη. Ο Σιεβκί Κιράλπ, καθηγητής πανεπιστημίου, γνωρίζει να μιλά άπταιστα την ελληνική γλώσσα, αλλά, όπως αποδείχτηκε, κατέχει και το ίδιο άριστα τον ελληνικό γραπτό λόγο, τον οποίο χειρίστηκε με δεξιοτεχνία και κατάφερε, νιώθοντας τα συναισθήματα της μάνας του, να τα μεταφέρει με επιδεξιότητα στο χαρτί.

Διαβάζοντάς το βιβλίο, ο αναγνώστης ανακαλύπτει μέσ’ από τις σελίδες του τη λογοτεχνική του αξία.

  • Η γλώσσα απλή, στρωτή και κατανοητή. Εύστοχα επίθετα τοποθετούνται στην κατάλληλη θέση.
  • Ο λόγος όμορφος και γάργαρος, ρέει αβίαστα σαν το ρυάκι στο χωριό της Λεϊλά.
  • Η δομή του βιβλίου μελετημένη. Το κάθε γεγονός στη σωστή του θέση.
  • Το περιεχόμενο, το ίδιο προσεγμένο, να μη θίξει κανέναν.
  • Η περιγραφή των γεγονότων γίνεται σταδιακά.
  • Περιγράφονται οι όμορφες, ευτυχισμένες στιγμές της Λεϊλά, για να φτάσει στο πιο τραγικό γεγονός, του θανάτου του συζύγου της και ταυτόχρονα στην κορύφωση του πόνου, καθώς όπως και τα γεγονότα, τα συναισθήματα αποδίδονται κλιμακωτά.

    Πιστεύω πως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου έγκειται στο ότι η ηρωίδα είναι αξιοπρεπής στον πόνο της. Δε «φωνάζει» τα συναισθήματά που πηγάζουν μέσ’ από τη θλίψη και την πίκρα για το χαμό του συζύγου της το ’74, δεν κλαίει με λυγμούς, αλλά αφήνει τον αναγνώστη να τα νιώσει ο ίδιος, να τα γευτεί, να τα αισθανθεί μέσ’ από τη διήγηση των γεγονότων. Και φτάνοντας στο αποκορύφωμα του πόνου να συγκλονιστεί κυριολεκτικά!
    Όμορφες εικόνες οπτικές, αλλά και οπτικοακουστικές, κοσμούν το βιβλίο. Όπως:

    «Το ποταμάκι, που έτρεχε μέσα σε πρασινάδες, το χειμώνα πλημμύριζε και κατέβαζε νερό με ένα χρώμα βρώμικο, ύστερα ηρεμούσε, το χρώμα του άλλαζε και τραγουδούσε εκείνο το ωραίο τραγούδι, που δεν μπορούσε ν’ ακούσει κανένας, εκτός από μένα.»

    Και άλλη μια:

    «Όταν το τρένο περνούσε στριφτά από τους μικρούς λόφους, άκουγα το βραχνό του σφύριγμα. Όταν πλησίαζε στην παλιά γέφυρα, ανάμεσα στους λόφους, μια φαινότανε, μια χανότανε, ένα μισοσκότεινο φως με μακριά ακτίνα. Ακουγότανε η φωνή της βραχνιασμένης και κουρασμένης σφυρίχτρας και ύστερα η μελωδία των τροχών που τρίβονταν στις ράγες. Όπως ερχότανε σιγά-σιγά, έτσι έφευγε σιγά-σιγά.»

    Οι εικόνες φανερώνουν την αγάπη της ηρωίδας του βιβλίου για τη φύση, τα ζώα, τα πουλιά και κυρίως για τη ζωή!

  • Χαρακτηριστικό στοιχείο η θάλασσα! Η αέναη κίνηση του κύματος, το χρώμα το γαλάζιο και η απεραντοσύνη της θάλασσας δίνουν ΕΛΠΙΔΑ. Μπορεί η μετακίνηση προς τη θάλασσα να έγινε ενστικτωδώς από τις 2 γυναίκες, αλλά υποσυνείδητα η θάλασσα λειτούργησε ως καταλυτικό στοιχείο του πόνου.
  • Μέσα στις σελίδες του βιβλίου σκιαγραφείται το ήθος, ο χαρακτήρας και το μεγαλείο της ψυχής της Λεϊλά Κιράλπ.
  • Το βιβλίο είναι γραμμένο σε α΄ πρόσωπο, γεγονός που δημιουργεί μεγαλύτερη αμεσότητα.
    Δεν ξεκινά με τον συνηθισμένο τρόπο, δηλ. η Λεϊλά ν’ αρχίσει να διηγείται την ιστορία της από τα παιδικά της χρόνια, για να φτάσει στα τραγικά συμβάντα.
    Αρχίζει με τη συνάντηση των 2 γυναικών το 74, και το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγεται σιγά-σιγά με μερικές διακοπές, όπου οι δυο γυναίκες επανέρχονται στο παρόν... θα δούμε πώς.

    Θα πρωτοτυπήσω και δε θα διηγηθώ περιληπτικά την ιστορία σε τρίτο πρόσωπο, αλλά στο α΄ πρόσωπο με τα λόγια της Λεϊλά.

    Το βιβλίο ξεκινά με την εξής φράση:

    «Την κ. Μαρία τη γνώρισα το 1974. Ο πόλεμος είχε πληγώσει και των δυο μας τις καρδιές. Δεν ήμουν κόρη της, αλλά με είχε αγκαλιάσει σαν να ήτανε η μητέρα μου. Τα χέρια μου τρέμανε, παρά την καλοκαιρινή ζέστη. Τα δικά της, ροζιασμένα χέρια κρατούσανε ζεστά τα δικά μου. Έβγαλε ένα άσπρο μαντίλι και σκούπισε τα δάκρυά μου. Ήτανε και τα δικά της δάκρυα πάνω στο μαντίλι. Τα δάκρυά μας είχαν σμίξει, όπως κι ο πόνος μας...
    Μου είπε με τη ζεστή φωνή της. «Μίλα κόρη μου μίλα! Πες τα να χαλαρώσεις.
    Στο Ζύγι, το μικρό ψαροχώρι που μύριζε χαρούπι, στη σκιά του αιωνόβιου κυπαρισσιού, τη ζεστή εκείνη καλοκαιρινή μέρα, ακούμπησα το κεφάλι μου στην αγκαλιά της και άρχισα να διηγούμαι την ιστορία της ζωής μου σ’ εκείνη την Ελληνοκύπρια μητέρα.»
    Το χωριό μου ήταν το Μαρί. βρισκόταν κοντά στο ποταμάκι του Βασιλικού. Ήταν πολύ όμορφο. Ο πληθυσμός του αποτελούνταν μόνο από Τουρκοκύπριους.

    ΄Ημασταν μεγάλη οικογένεια, είχα πολλά αδέρφια. Παίζαμε στη σκιά της αγριελιάς. Θυμάμαι πως μόλις ιδρύθηκε η δημοκρατία στην Κύπρο, άρχισα να πηγαίνω δημοτικό. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ όμορφα.
    Στις αναμνήσεις μου κυριαρχεί το τρένο που πήγαινε από την Καλαβασό στο Βασιλικό, και περνούσε από το χωριό μου. Οι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι με χαιρετούσανε με το σκονισμένα τους καπέλα.

    Ενώ μιλούσα,
    Εκείνα τα δυο ζεστά χέρια χαϊδεύανε το πρόσωπό μου και τα μαλλιά μου.
    Η κ. Μαρία με άκουγε με προσοχή και όταν σταματούσα, μου έλεγε:

    «Μίλα, κόρη μου, μίλα!

    Μετά το δημοτικό άρχισα να πηγαίνω στο τμήμα του γυμνασίου του Τούρκικου Λυκείου Θηλέων Λευκωσίας, μένοντας σε μια θεία μου που κατοικούσε στη Λευκωσία.
    Συνέχισα το Γυμνάσιο στη Λεμεσό, φιλοξενούμενη στο σπίτι του θείου μου.
    Αναγκάστηκα, λόγω των περιστάσεων, να σταματήσω το σχολείο. Γράφτηκα στο διδασκαλείο γυναικών του χωριού μου κι έμαθα ράψιμο και μαγειρική.
    Μιλούσα, μιλούσα... και η κυρία Μαρία με άκουγε.
    Αφήσαμε τη σκιά του κυπαρισσιού, και προχωρήσαμε προς τη θάλασσα. Πήγαμε στην ακτή και καθίσαμε εκεί στις μεγάλες πέτρες. Πόσο ήσυχη ήτανε η θάλασσα! Ούτε ψαρόβαρκα ούτε ψαράς. Ο πόλεμος είχε καταπιεί και τους ψαράδες και τις ψαρόβαρκες. Τι άπληστο τέρας είναι ο πόλεμος!
    Η Ελληνοκύπρια μητέρα έχωσε το μαντίλι της στη θάλασσα. Το μαντίλι ενώθηκε με την κίνηση της θάλασσας. Ύστερα, πήραμε το βρεγμένο μαντίλι και το βάλαμε στο μέτωπό μας, που έκαιγε από τη ζέστη, και τον πόνο.»

    »Στο μεταξύ είχα μεγαλώσει, ήμουνα νέα κοπέλα!
    Με είδε ο Αχμέτ, που ήταν από το Ζύγι και ήθελε να με παντρευτεί. Το 1973 κάναμε το γάμο μας. Είχαν έρθει κι Ελληνοκύπριοι από τα γύρω χωριά.
    Ο άντρας μου με πήγε στο Ζύγι. Έτσι άρχισα μια καινούρια ζωή, σ’ ένα καινούριο σπίτι, με όμορφα καινούρια έπιπλα, σ’ ένα καινούριο χωριό!
    Ο Αχμέτ δούλευε στο Ζύγι, στο στρατόπεδο της Ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ.

    Είχα ιδρώσει.

    «Εκείνα τα δυο τρυφερά χέρια μού σκούπισαν τον ιδρώτα.
    Έπλυνε το πρόσωπό μου παίρνοντας νερό από τη θάλασσα. Ύστερα έβρεξε το δικό της πρόσωπο και τον δικό της λαιμό.
    Το μαντίλι το βάλαμε κάτω από μια πέτρα, για να μην παρασυρθεί από τα κύματα.
    Εκείνο το μικρό άσπρο μαντίλι κλυδωνιζόταν με τις κινήσεις των κυμάτων. Ξαφνικά, η άκρη του γλίστρησε κάτω από την πέτρα κι άρχισε να απομακρύνεται με τα κύματα. Και οι δυο μας τρέξαμε από πίσω του. Η Ελληνοκύπρια μητέρα το έπιασε αμέσως. Το άπλωσε πάνω στις πέτρες για να στεγνώσει. Καθίσαμε πάλι στις πέτρες και ξαναβάλαμε τα πόδια μας στη θάλασσα.»

    «Μίλα, κόρη μου, μίλα!»

    «Το καινούριο μου σπίτι ήταν πολύ όμορφο! Είχε έναν κήπο, που το περικύκλωναν δέντρα όλων των ειδών. Φυτέψαμε και λουλούδια! Είχαμε χτίσει και μια δεξαμενή στην είσοδο και βάλαμε μέσα ψάρια. Είχαμε και ένα κλουβί με καναρίνια!
    Για να μην αισθανθώ σαν ξένη στο καινούριο χωριό, πήρα μαζί μου τον μικρό μου αδερφό και το σκυλάκι μου.
    Ήμουν πολύ ευτυχισμένη!»
    Η Ελληνοκύπρια μητέρα, με αγκάλιασε τρυφερά. Έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο.
    Ένιωσα τα ζεστά της χείλη στο μέτωπο να τρέμουνε. Έβαλα το κεφάλι μου στο στήθος της με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Μέσα σ’ εκείνη την κόλαση, σ’ εκείνη τη φωτιά και σ’ εκείνο τον πόλεμο, εμείς μια Τουρκοκύπρια και μια Ελληνοκύπρια, αγκαλιασμένες σαν μητέρα και κόρη. Όλη η εχθρότητα, όλοι οι θάνατοι κι όλη η προσφυγιά είχανε μπει ως αγάπη στην πληγωμένη μας καρδιά, αντί για μίσος.
    Είχαμε κουραστεί να καθόμαστε πάνω στις πέτρες. Τύλιξε το χέρι της γύρω από το λαιμό μου και αρχίσαμε να περπατάμε στην ακτή.
    Εκεί στο Ζύγι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δουλεύανε και ζούσανε μαζί. Στο καφενείο καθόντουσαν και κουβεντιάζανε. Μαζί πουλούσανε τα ψάρια που πιάνανε. Και πάλι μαζί επισκευάζανε τα δίκτυα τους στην παραλία.

    ΄Ωσπου ήρθε ο πόλεμος του 74 και άλλαξαν όλα!
    Καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες προχωρούσανε σκοτώνοντας και καταστρέφοντας στο Βορρά, οι Ελληνοκύπριοι κάνανε το ίδιο στο Νότο. Το Μαρί δεν παραδόθηκε και άρχισε σύγκρουση. Ακούγονταν ατελείωτοι πυροβολισμοί και βόμβες πέφτανε βροχή στο χωριό μας.
    Η σύγκρουση συνεχίστηκε μέχρι το απόβραδο. Απελπισμένο το Μαρί παραδόθηκε τελικά.
    Πήγα με την οικογένειά μου στο Ζύγι, που ήτανε υπό τον έλεγχο της Ειρηνευτικής Δύναμης.
    Μετά τη β΄ φάση της εισβολής, ένα ελληνικό λαντρόβερ ήρθε και πήρε τον άντρα μου, μαζί με πολλούς άλλους.
    Από τότε δεν τον ξαναείδα... είπανε πως τους πήγανε στην Τόχνη. ΄Υστερα τους μετέφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση. Κανένας δεν ήξερε να μας πει τι είχαν απογίνει οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι της Τόχνης.
    Έστελλα κάθε μέρα μήνυμα στον Αχμέτ, όμως δεν έπαιρνα απάντηση. Οι νεκροί δεν απαντάνε!
    Ο Αχμέτ ήταν 25 χρονών κι εγώ 19.
    Στο καινούριο μας σπίτι κατοίκησαν Ελληνοκύπριοι. Από το σπίτι του πεθερού μου, που έμενα έβλεπα φως στο σπίτι μας, σκιρτούσα και είχα την ψευδαίσθηση πως βρισκόμουν με τον άντρα μου εκεί... δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος και η ζωή της παντρειάς μου τέλειωσε...
    Η Ελληνοκύπρια φίλη μου έλεγε:
    «Μην κλαις, κόρη μου. Είσαι πολύ νέα, σχεδόν παιδί. Δεν είσαι σε ηλικία να αντιμετωπίσεις αυτούς τους πόνους. Μάζεψε τη δύναμή σου. Μην σκέφτεσαι αρνητικά. Σκέψου θετικά. Αν σκεφτείς θετικά γίνεσαι πιο δυνατή».

    Αγκάλιασα την ελληνοκύπρια μάνα. Έκλαψα και έκλαψε. Σκούπιζε τα δάκρυά μου με το άσπρο μαντίλι και ύστερα σκούπιζε τα δικά της με το ίδιο μαντίλι.> «Μίλα, κόρη μου, μίλα!»

    Τι να πω; Τέλειωσαν όλα! Δεν είχα τίποτε άλλο να πω. Τώρα μιλούσαν μόνο τα δάκρυα...

    Δε με κρατούσε τίποτε πια στο Ζύγι. Αυτό το μικρό ψαροχώρι δε μύριζε χαρούπι πια... Μύριζε θάνατο! Ακούγονταν κλάματα και λυγμοί αντί ο φλοίσβος των κυμάτων.
    Τελικά έφυγα από το Ζύγι το Μάιο του 1975.
    Τους αποχαιρέτησα όλους. Ήταν εκεί και η κ. Μαρία, μαζί με τον άντρας της τον κ. Χρύσανθο.
    Μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού της στην Αμμόχωστο: «Πάρ’ τα κόρη μου, κάθισε εσύ στο σπίτι μας»
    Η κ. Μαρία, κρατούσε εκείνο το άσπρο μαντίλι πάνω στο οποίο είχαν σμίξει τα δάκρυα και ο πόνος μας.
    Της ζήτησα να μου το δώσει...
    ΄Ημασταν και οι δυο συγκινημένες και δακρυσμένες μπροστά στο χωρισμό μας.
    Σκούπισε τα δάκρυά μου για τελευταία φορά, μετά σκούπισε τα δικά της κι έδωσε το μαντίλι σε μένα...
    Δεν μπόρεσα να κατοικήσω στο σπίτι της. Με πρόλαβαν άλλοι. Εγκαταστάθηκα σε κάποιο άλλο σπίτι στο Βαρώσι, όπου μένω μέχρι σήμερα. Εκείνο το σπίτι ήταν άδειο, αλλά σε όλα τα δωμάτια αισθανόμουν την αναπνοή της αληθινής ιδιοκτήτριας.

    Το 1981 ξαναπαντρεύτηκα το σημερινό μου σύζυγο Μουσταφά και το 1986 γεννήθηκε ο μονάκριβος γιος μου ο Σιεβκί.
    Ο Μουσταφά με στήριξε και μου έδωσε δύναμη και κουράγιο για να ξεπεράσω τα προβλήματα που προέκυψαν αργότερα.
    Περισσότερο όμως, μ’ έκανε δυνατή να τα ξεπεράσω όλα, η ύπαρξη του γιου μου του Σιεβκί.

    Αυτή είναι η ιστορία της Λεϊλά Κιράλπ, περιληπτικά, με τα δικά της λόγια.

    Με την κ. Μαρία, χάθηκαν για αρκετό καιρό και όταν η Λεϊλά κατάφερε να βρει τον αριθμό του τηλεφώνου της, δεν έπαψαν να έχουν επαφή από ...τηλεφώνου.
    Συναντήθηκαν μετά από 24 ολόκληρα χρόνια σε μια εκδήλωση του ΟΗΕ στο Λήδρα Πάλας.
    Μπορούμε ν’ αντιληφθούμε τις συγκλονιστικές σκηνές που διαδραματίστηκαν.

    Η Λεϊλά κατόπιν μεγάλης επιμονής και διαπραγματεύσεων καταφέρνει να πάρει άδεια από τις επίσημες αρχές και να επισκεφτεί τη φίλη της και το σύζυγό της στο σπίτι τους στη Λεμεσό το 1998 και το 1999.

    Δυστυχώς όμως όταν πέθανε ο σύζυγος της κ. Μαρίας, οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν στη Λεϊλά να παρευρεθεί στην κηδεία. Όμως η Λεϊλά, που επιθυμούσε τόσο πολύ να συμπαρασταθεί στην Ελληνοκύπρια «μάνα» της, έφτασε στις ελεύθερες περιοχές μέσω Λονδίνου! Έτσι ήταν εκεί παρούσα στον πόνο αυτής της γυναίκας που απάλυνε το δικό της πόνο.

    Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, η κ. Μαρία πήγε στα κατεχόμενα να δει το σπίτι της. Η Λεϊλά την παρέλαβε από το οδόφραγμα και τη φιλοξένησε στο δικό της σπίτι. Της δόθηκε η ευκαιρία να ξεπληρώσει ένα μικρό μέρος από εκείνη τη συμπαράσταση το 74. Ήταν η σειρά της τώρα να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει, όταν η κ. Μαρία, κρατώντας ένα κλωνάρι ελιάς που είχε φυτέψει στο σπίτι τους ο άντρας της, θρηνούσε για όσα ο πόλεμος της στέρησε.

    Αλλά η προσφορά της Λεϊλά, δε σταματά εδώ. Μαζί με τον άντρα της, που έχασε κι αυτός το δικό του σπίτι στη Μελάγρα, ένα ορεινό χωριό της Πάφου, έχτισαν ένα σπίτι –μουσείο, το Μelandra House στο ίδιο ακριβώς σχέδιο, όπως ήταν το σπίτι που έχασε.

    Τοποθέτησαν εκεί διάφορα αντικείμενα και εργαλεία που χρησιμοποιούσαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τα παλιά χρόνια, διασώζοντας έτσι την πολιτιστική μας κληρονομιά που ανήκει σε όλους μας.

    Η Λεϊλά στην προσπάθειά της να κτίσει αυτό το σπίτι, μάζεψε μια-μια τις πέτρες των γκρεμισμένων ελληνικών σπιτιών από τον Άγιο Σέργιο και τα γύρω χωριά.
    Λέει χαρακτηριστικά:
    «Κάθε πέτρα του Melandra House ανήκει στους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Με τον καιρό αυτά τα σπίτια γκρεμίστηκαν ένα-ένα και οι πέτρες τους πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Σε κάθε πέτρα που μαζέψαμε από τα σκουπίδια υπάρχουν οι αναμνήσεις του κάθε Ελληνοκύπριου πρόσφυγα. Ο βασικός μας σκοπός είναι να στεγάσουμε στο Melandra House τις αναμνήσεις όλων των Κυπρίων προσφύγων, ανεξαρτήτως εθνικότητας.»

    Το άσπρο βρεγμένο μαντίλι που μοιράστηκαν η Ελληνοκύπρια και η Τουρκοκύπρια, τοποθετήθηκε στο πιο σημαντικό μέρος του Melandra House, σαν το πολυτιμότερο στολίδι.

    Το μήνυμα που παίρνουμε είναι ότι ο πόνος ενώνει τους ανθρώπους, γιατί αυτός δεν ξέρει από εθνικότητες, θρησκείες και μίση. Έρχεται και μαχαιρώνει τις καρδιές και όταν 2 καρδιές πληγωμένες, αιμορραγούν και πλησιάσει η μια την άλλη, τότε το αίμα σμίγει και γίνεται ΕΝΑ! Μια κόκκινη πινελιά, που ζωγραφίζει στον ουρανό μια τεράστια κατακόκκινη καρδιά, μια τεράστια καρδιά, που καλύπτει ολόκληρη την Κύπρο μας!

    Ας ευχηθούμε εκείνο το άσπρο βρεγμένο μαντίλι να μεγαλώσει... να μεγαλώσει και ν’ απλωθεί, πελώριο λευκό πέπλο, πάνω από τον ουρανό ΟΛΗΣ της Κύπρου μας, σβήνοντας γραμμές και συρματοπλέγματα...

    Αγνή Χαραλάμπους
    Φιλόλογος-συγγραφέας